My photo
" Ένας άνθρωπος πράττει το καθήκον του εις πείσμα των συνεπειών επί του ατόμου του - εις πείσμα των εμποδίων , των κινδύνων και των πιέσεων - και αυτό αποτελεί τη βάση της ανθρώπινης ηθικής " Winston Churchill - John Kennedy

Sunday, July 21, 2013

" Ματωμένοι Ορίζοντες " Ποιήματα 1963 - 1979


ΙΕΡΟΘΕΟΣ    Κ.    ΣΠΑΝΟΣ




Ματωμένοι  Ορίζοντες

Π ο ι ή μ α τ α


1963  -  1979









Ρόδος  ,  2006



Στη  Σύζυγο  μου

και  στα  παιδιά  μου

με  Ευγνωμοσύνη


Π ρ ό λ ο γ ο ς

Αρχισαν  να  γεννιούνται  πριν  43  χρόνια  !
Πέρασαν  ένα  μεγάλο  μέρος  της  ζωής  τους
μέσα  στο  συρτάρι ,
με  την  προσμονή  της  ημέρας 
που  θα  γνώριζαν  τον  κόσμο .

Στερημένα  απ’ τις  ακτίνες  του  ήλιου ,
απ’ το  πράσινο  των  απέραντων  λειβαδιών ,
απ’ το  γαλάζιο  της  θάλασσας ,
αγωνιούσαν  να  βγούνε  στο  φως .
Στο  φως  της  κριτικής  και  της  επιείκιας ,
στη  διαύγεια  της  συγκατάβασης 
ή  της  απόρριψης ,
στην  αδύνατη  επιστροφή  
στην  ασφάλεια  της  μοναξιάς  τους .

Ο  “ μελοδραματικός ”  τίτλος 
– ταιριαστός  με  την  εφηβική  ηλικία 
του  γεννήτορα  τους –
ήταν  επίμονη  απαίτηση  τους                                                     
να  μην  αλλάξει .

Θα  ήταν  σα  ν’ άρχιζαν  αυτή  την  περιπέτεια 
με  ψευδώνυμο .
Σεβάστηκα  την  επιθυμία  τους .
Υποχώρησα  σ’ όλες  τις  προσταγές  τους
για  να  γλυτώσω 
απ’  την  κατηγόρια  της  προδοσίας .

Ένα  απάνεμο  πρωϊνό ,
τα  πήρα  στοργικά  στα  χέρια  μου ,
πλησίασα  στο  παράθυρο 
που  βλέπει  στη  θάλασσα
και  τ’ άφησα  να  πετάξουν  ελεύθερα .

Ένοιωσα  ανάλαφρος .
Από  τότε , πλησιάζω  συχνά  στο  παράθυρο
που  βλέπει  στη  θάλασσα
και  τους  εύχομαι  να ’ναι  καλοτάξιδα
τα  πρώτα  πετάγματα  τους
και  όπου  πάνε  να  τα  υποδέχονται
αν  όχι  με  αγάπη ,
τουλάχιστον  με  κατανόηση 
γιατί  το  μόνο  που  θέλησαν  ήταν
να  διηγηθούν  μια  ιστορία ,
συνηθισμένη . 



1 9 6 3   -   1 9 7 0

  

Το   Χωριό   μου
------------------------------------------------------ 

Το  πρωΐ  σαν  ανατέλλουν  ηλιαχτίδες
στου  χωριού  μου  τ’  απαλόγραμμα  βουνά ,
αναθαρρεύουν  των  ανθρώπων  οι  ελπίδες
για  μια  πιο ’μορφη  ζωή  μελλοντικιά

Τα  πουλάκια  από  τον  ύπνο  τους  ξυπνάνε
και  στα  πυκνόφυλλα  τα  δένδρα  κελαϊδούν
και  του  χωριου  μου  οι  γερόντισες  ζητάνε
ιστορίες  του  παλιού  καιρού  να  πουν

Με  τα  ζώα  τα  μικρά  παιδάκια  παίζουν
σαν  τα  πηγαίνουνε  στη  βρύση  με  χαρά
και  στα  δένδρα  τα  τζιτζίκια  που  ζηλεύουν 
τραγούδια  ’ρχίζουνε  τρελλά

Είν’ η  χαρά  που  στο  χωριό  μου  βασιλεύει
καθώς  ο  ήλιος  αδιάκοπα  γελά ,
είν’ η  γαλήνη  που  του  καθενός  γυρεύει 
την  απλοϊκή  να  γεμίσει  καρδιά

Και  των  γέρων  τα  μάτια  που  δακρύζουν
τους  παλιούς  σαν  θυμούνται  καιρούς ,
στα  ανήσυχα  νιάτα  θυμίζουν 
της  ζωής  τους  μεγάλους  εχθρούς

Κάτασπρα  εκκλησάκια  φυτρωμένα
στου  χωριού  μου  τ’ απαλόγραμμα  βουνά ,
της  αγάπης  το  μήνυμα  στέλνουν
σε  κάθε  διψασμένη  καρδιά

Κι’ η  νέα  γενιά  που  διψάει
για  ιδέες  πιο  αληθινές ,
στα  μικρά  εκκλησάκια  αν  πάει
θα  βρεί  ανοιχτές  τις  πηγές

 Το  βράδυ  σαν  ο  ήλιος  βασιλεύει
και  τα’ αστέρια  γεμίζουνε  τον  ουρανό ,
μια  μικρή  ελπίδα  αναθαρρεύει 
για  ένα  κόσμο  πιο  φωτεινό

Ω  Θεέ  μου  το  χωριό  μου  ας  μην  αλλάξει
όσο  κι  αν  περάσουν  καιροί ,
τη  δική  του  ομορφιά  ας  μη  χάσει
στης  ζωής  τη  μανιασμένη  φυγή  



Κάλυμνος ,  21  Αυγούστου  1963
----------------------------------------------------------------


 


                     
Ψάλλε   ψυχή   μου
-----------------------------------------------------------

Του  ήλιου  τ’ ανέβασμα
μέσα  σ’ όλα  τα  χρώματα
στα  βουνά  τ’ απαλόγραμμα ,
ψάλλε  ψυχή  μου

Τ’ ανέμου  ψάλλε  το  πέρασμα
μέσα  στα  πανύψηλα  δένδρα
των  αρνιών  το  χαρούμενο  βέλασμα ,
του  βουνού  σ’ έν’ απόμερο  ρέμα

Των  μπουμπουκιών  το  πρωτάνοιγμα ,
του  ρυακιού  το  τρελλό  αργοκύλισμα ,
των  λόφων  το  πρώτο  πρασίνισμα ,
ψάλλε  ψυχή  μου
  
Της  θάλασσας  ψάλλε  το  λίκνισμα
σαν  κοιμίζει  τους  κάτασπρους  γλάρους ,
του  νερού  το  κρυσταλλένιο  ψιθύρισμα
σαν  κυλά  πάνω  στους  βράχους ,
  
Του  φεγγαριού  το  ασημένιο  καθρέφτισμα
σε  κάποιας  λίμνης  τα  ήρεμα  νερά ,
των  χρωμάτων  τη  σύνθεση 
στου  δειλινού  την  παλέττα ,
την  αρμονία  της  σιγαλιάς 
στα  βραδυνά  τα  γεμάτα  μ’ αστέρια ,
τ’ ανθρώπου  το  πάλεμα για  μια  καλύτερη  μέρα ,
ψάλλε , ω  ψάλλε  ψυχή  μου  

  
  
                             Κάλυμνος ,  2  Σεπτεμβρίου  1963
---------------------------------------------------------------



                       Το   κυνήγι   της   ευτυχίας





    -----------------------------------------------------------

Σε  είδα  χθες  τη  νύχτα  πάλι  εμπρός  μου
σε  κάποιους  δρόμους  στενούς  να  περπατάς ,
φορούσες  ρούχα  παλιά  ξεσχισμένα
κι’ ένα  σταυρό  στο  χέρι  σ’ είδα  να  κρατάς

Μπήκες  σ’ ένα  δρόμο  στενό  χωματένιο
πούχε  γύρω  του  δένδρα  πολλά
κι’ ήταν  μ’ αγκάθια  ολούθε  στρωμένος
και  παντού  πετούσαν  χιλιάδες  πουλιά

Πήγα  το  φράχτη  το  ψηλό  να  πηδήσω
για  νάρθω  κοντά  σου  κόρη  αγνή
μα  δεν  επρόλαβα  στη  γη  να  πατήσω
κι’ έφυγες  μ’ όλα  τα  πουλάκια  μαζί

Τα  πόδια  μου  πονέσαν στ’ αγκάθια 
σαν  έτρεχα  στα  μονοπάτια  να  σε  βρω
χωρίς  πουλάκια  να  τραγουδούνε  στους  δρόμους
χωρίς  να  βλέπω  αχτίδ’ από  φως
  
Και  γύρισα  πίσω  ξανά
με  πόδια  ματωμένα  απ’ τ’ αγκάθια
μα  με  μια  αλύγιστη  σιδερένια  καρδιά
και  τα  στήθη  μ’ ελπίδες  γεμάτα
  
Ω  ευτυχία  κάποια  μέρα  θα  σε  πιάσω
και  θα  γίνουμε  φίλοι  για  παντοτινά ,
θα  φορώ  κι’ εγώ  ρούχα  παλιά  ξεσχισμένα
θα  μ’ αγαπήσουν  κι’ εμένα  τα  πουλιά
  
Στους  στενούς  θα  περπατάμε  δρομίσκους
θα  δείχνουμε  και  σ’ ΄αλλους  το  φως ,
τη  χαρά  θα  σκορπάμε  στον  κόσμο
θα  κρατούμε  κι’ οι  δυο  το  σταυρό ,
ω  ευτυχία  θα  σε  βρω , θα  σε  βρω   



Κάλυμνος  ,  Σεπτέμβριος  1963
------------------------------------------------------------

 


    Αγαπώντας   τον   άνθρωπο
-------------------------------------------------------------------------
                               
                                                                            
Αγαπώντας  τον  άνθρωπο
με  τη  φύση  παλεύουμε ,
στις  κορφές  ανεβαίνουμε
και  της  νίκης  είμαστε  εραστές

Αγαπώντας  τον  άνθρωπο
τη  ζωή  αγαπήσαμε
και  την  καρδιά  μας  γεμίσαμε 
μ’ αγάπης  λουλούδια

Αγαπώντας  τον  άνθρωπο
τη  χαρά  περιμένουμε ,
στην  Ανατολή  ατενίζουμε
και το  Φως  καρτερούμε
  
Τον  ήλιο  θαυμάζουμε
τ’ άστρα  ζηλεύουμε
κι’ αγαπώντας  τον  άνθρωπο
τη  ζωή  αγαπούμε          

Κάλυμνος ,  16  Μαρτίου  1964
 --------------------------------------------------------------

 


Κάποιο   φως   ανατέλλει
---------------------------------------------------------------------


Στην  Ανατολή  να  το  Φως  ανεβαίνει
δεχθείτε  αγωνιστές  τον  ήλιο  της  ζωής ,
ολόρθα  στηλώστε  τα  στήθη
και  για  μια  πιο ’μορφη  αγωνισθείτε  ζωή

Από  καιρό  το  σκότος  ξεθωριάζει
το  νικηφόρο  φως  απλώνεται  παντού ,
δεχθείτε  τη  λαμπρή  ομορφιά  που  νικάει
το  θαμπό  φως  του  δειλινού

Από  τις  στάχτες  να  η  σπίθα  προβάλλει
το  μυθικό  αναγεννιέται  πτηνό ,
ο  λαμπρός  βασιλιάς  προχωράει 
απ’ το  Γολγοθά  αντλώντας  το  φως
  
Σύντροφοι  στον  ωραίο  αγώνα
για  να  νικήσει  η  ομορφιά  στη  ζωή ,
ελάτε  τις  κοιμισμένες  να  ξυπνήσουμε  ελπίδες
την  ολοπόρφυρη  δεχθείτε  Ανατολή

Μέχρι  τώρα  νυσταγμένοι  στο  σκοτάδι
το  κεφάλι  σκύβαμε  στη γη ,
λιβανωτό  προσφέραμε  στη  μοίρα
κι’ αλοίμονο  με  τις  δικές  μας  στάχτες
τη  ματωμένη  κρύβαμε  ανατολή

Μα  τώρα  τρισάγιο  στη  δόξα  τ’ ανθρώπου
σε  λίγο  θα  ψάλλουμε  όλοι  μαζί ,
μέσ’απ’τα  ερείπια των γκρεμισμένων  βωμών  μας
πανώριο  προβάλλει  το  φως  της  ζωής  


                                  Κάλυμνος ,  16  Μαρτίου  1964
-------------------------------------------------------------

 

Το   χρονικό   μιας   πορείας
-------------------------------------------------------------------------


Σαν  του  Φαέθωνα  αντικρύσαμε  τα  βέλη
προσκαλεσμένοι  σε  τρελλό  πανηγύρι
μέσ’ από  σπασμένους  περπατώντας  καθρέφτες
μαζεμένοι  κάτω  από  βάθρα  ειδώλων ,
στα  μάτια  μας  που  συνηθίσαν  στο  σκοτάδι
το  φως  του  ήλιου  παράξενο  φαινόταν

Τα μαγεμένα μας όνειρα  κρατώντας  στις  φούχτες
απ’ της σύμβασης τις  πλαδαρές  περάσαμε  πόρτες
Εκεί  μέσα  που  μπήκαμε  όμορφα  δεν  ήταν ,
μα  μείναμε 
και  ως  φίλοι  « εκ  φιλοξενίας »
στους  καλούς  οικοδεσπότες 
τα  μαγεμένα  μας  όνειρα  προσφέραμε  δώρο
κι’ εκείνοι  παίρνοντας  τα – τι καλή  ευσπλαχνία –
με  τις  στάχτες  τα  ντύσανε  του  οίκτου

Κι έτσι  μ’ άδεια  τα  χέρια 
στους  κόσμους  ξαπλωθήκαμε  της  μοίρας
Κάτι  παράξενο  κάναμε  όμως :
Τα  περιστέρια  που  στις  αυλές  μας  ερχόνταν
να  διώξουμε  πασκίζαμε  με  πάθος ,
των  χελιδονιών  τις  φωλιές  στα  μπαλκόνια  μας 
με  τ’ άδεια  μας  χαλούσαμε  χέρια ,
τα  προδομένα  μας  όνειρα – τι  αφέλεια –
να  ξανάρθουν  καλούσαμε ,
μέσα  στα  σπασμένα  μας  κάτοπτρα
θρυμματισμένους  τους  εαυτούς  μας  θωρούσαμε

Μα  κάποτε – λέτε  να  ήτανε  τύχη ; –
οι  κοιμισμένοι  μας  ξυπνήσανε  πόθοι
Του  ήλιου  το  φως  τα  μάτια  μας  χάϊδευε  μόνο
Ξανασμίξαν  οι  σπασμένοι  καθρέπτες 
στ’ ολόλαμπρου  Φοίβου  τα  τόξα
Απ’ του  συμβιβασμού  βγαίνοντας  τους 
τελματώδικους  κόσμους ,
τα  χέρια  μας 
απ’ τα  όνειρα  μας  ξαναβρήκαμε  γεμάτα


Τα  ερειπωμένα  μας  σπίτια 
στα  μάτια  μας  μαύρα  δεν  ήσαν
Πόσο  εύκολο  σκεφτόμασταν 
να  μετακινήσουμε  είναι  τις  πέτρες
Τα  βήματα  μας – λέτε  ασυναίσθητα ; –
σε  ίσιους  μας  οδήγησαν  δρόμους
Τα  συναρμολογημένα  μας  κάτοπτρα 
πόσο  μας  κύταζαν  όμορφα
Πηγαίνοντας  στις  ήρεμες  λίμνες 
τους  εαυτούς  μας  να  δούμε , 
το  γλυκοχάραμα  είδαμε  του  ήλιου

Κυταχτήκαμε  παράξενοι  στα  μάτια 
και  ξεφωνίζοντας  « ΝΑΙ »
μια  μεγάλη  αρχίσαμε  πορεία
Στους  νωπόχτιστους  δρόμους  μ’ ευχαρίστηση
βλέπαμε  να  πληθαίνουν  τ’ αχνάρια ,
στα  στενά  σταυροδρόμια  καινούργιους
συναντούσαμε  φίλους ,
στα  ματωμένα  μας  χέρια  δεν  κρατούσαμε  όπλα
μα  ερείπια  σαν  βλέπαμε  στους  δρόμους
τα  ξαναγεννημένα  μας  όνειρα  λοστάρι  γινόταν
και  τις  πέτρες  από  τους  μαυρισμένους 
ετίναζαν  θρόνους
Είν’ εδώ  που  η  διήγηση  τελειώνει
μιας  πορείας  που  είχε  πριν  χρόνια  αρχίσει
Περνώντας  μέσ’ από  άγνωρους  δρόμους
σε  γνωστά  μονοπάτια  πως  θα  μας  οδηγούσε
ποιος  τόχε  ελπίσει ;
Κι’ αν  κάποτε  ποτάμι  σταλμένο  από  βάρβαρα
χέρια  σε  δρόμους  ευρύχωρους  μας  σπρώξει
και  τα  συντρίμμια  του  τέλους  στα  πόδια  σας
δείτε  μια  μέρα ,
για  κάποιους  που  πάλεψαν  ζητώντας  τη  νίκη
μην  κλάψτε

Αν  όμως  αγιασμένη  πνοή  μας  μάθει  στο  διάβα
μας  να  χτίζουμε  φράχτες
και  απ’ τα  λεξιλόγια  μας  τη  λέξη  « τέλος »
θάχουμε  βγάλει ,
όταν  με  τα  πονεμένα  κορμιά  μας  τα
χρυσορρόδινα  γεμίσουμε  ουράνια
και  δείτε  στις  ξάστερες  νύχτες  φωτισμένους
κομήτες  ν’ ανοίγουνε  δρόμους ,
μη  φοβηθείτε ,
ελάτε  μαζί  μας  


                                
Κάλυμνος ,  20  Μαΐου  1964
--------------------------------------------------------------



Αναζήτηση
------------------------------------------------------
                                                                            

Στην  αρχή , μια  θολή  αναζήτηση
δίχως  ελπίδες  και  όνειρα
που  στους  χλωμούς  παιδικούς  μου  ορίζοντες 
αν  αναζήτηση  ήταν  δεν  τόξερα

Σε  μια  ρουτίνα  ατέλειωτη
μέσα  από ’να  κατασκότεινο  τζάμι  κυτάζοντας
τα  γκρίζα  ουράνια  που  στένευαν
να  φτάσω  δε  λαχταρούσα

Επειτα , ένας  σταθμός  απροσδόκητος
που  όμως  τόσο  τον  είχα  ελπίσει ,
με  κάτι  φώτα  μαγεμένα  παράξενα
που – τι  απίστευτο – δώρο  μου  τάχαν  προσφέρει
  
Μια  στάση  υπέροχη , 
με  αιωρήσεις  ηδονικές  κι’ ανυπότακτες
που  τα  ολόφωτα  ουράνια  που  ψήλωναν
πάσκιζαν  με  πείσμα ν’ αγγίξουν

Υστερα , μια  χαρωπή  αναζήτηση
με  χιλιάδες  όνειρα  και  μύριες  ελπίδες
που  στα  ονειρεμένα  ηλιοφώτιστα  πέλαγα
να  με  στείλει  μ’ ορμή  προσπαθούσε

Μια  πεποίθηση , ένα  όραμα
για  κάτι  που  θα ’ρχετο  να  με  ζητήσει ,
μια  διαίσθηση  για  κάτι  τ’ ανώτερο
μια  προσμονή  γι’ ανάταση , μια  πίστη

Ξαφνικά  μια  συνάντηση ,
αετίσιο  φτερούγισμα  ονειρεμένο ,
απ’ τα  ηλιόφωτα  ακροούρανα  σταλμένο ,
υπόσχεση  γι’ ανέβασμα , ελπίδα  για  νίκη
  
Για  λίγο  ηδονική  παραζάλη
μέσα  σ’ ακύμαντα  γαλάζια  λιμάνια ,
εγκατάλειψη  σε  χρωμάτινους  κόσμους ,
κραιπάλη  πολύχρωμη 
κι’ απεγνωσμένη

Τώρα  και  πάλι  αναζήτηση
Μια  καινούργια  αναζήτηση
που  απ’ τα  συντρίμμια  της  πρώτης  συνάντησης
ελπίδες  παίρνει
Των  ονείρων  τα  κρυσφήγετα 
αγνωστα  μου  δεν  είναι
και  οι  ελπίδες  δε  λείπουνε
Πάλι , μια  χαρωπή  αναζήτηση  ξανακάνω

Κάποιο  κενό  στης  μνήμης  το  χώρο 
με  πείσμα  φωνάζει
Μα  η  σκέψη  δε  θα  λυγίσει
Τις  στάχτες  της  πρώτης  συνάντησης
η  υπάκουη  λήθη  πανώρια  θα  θάψει
Αναζητώ  με  ελπίδες  πολύχρωμες 
μια  άλλη  συνάντηση ,
θάρθει

Μια  θολή  αναζήτηση ,
Ενας  μαγεμένος  σταθμός ,
Μια  χαρωπή  αναζήτηση ,
μια  πανώρια  συνάντηση ,
ίσον  τίποτα
Μια  αναζήτηση  με  μύριες  ελπίδες 
για  μια  συνάντηση
κι’  έπειτα  ένας  σταθμός 
που  τον  λέγουνε  τέρμα

Κι’ όλα  τούτα  πώς να  τα  πούμε ;
Μια  ασήμαντη  στιγμή  στην  αιώνια  παλέττα
ή  μια τιτάνια  εφόρμηση  σ’ αθάνατους  κόσμους ;    



                                   Κάλυμνος ,  11  Ιουλίου  1964
------------------------------------------------------------

 


Ονειροπόλημα
-----------------------------------------------------


Προχωρώντας  σ’ ένα  άγνωστο  φόντο
δίχως  όπλα  κι’ άμετρες  φιλοδοξίες
– δεν  έχουμε  γυλιούς  να  τις  σηκώσουμε –
κυνηγούμε  κάτω  απ’ ανύπαρκτα  δένδρα
που  οι αόρατες , ζηλόφθονες  σκιές  τους 
να  μας  προστατέψουνε  δεν  το  μπορούνε

Κυνηγώντας  κάτι  άπιαστα  χρωματιστά  πουλιά ,
δεν  παύουμε  να  ελπίζουμε  στο  γυρισμό  τους
και  σαν  τα  βλέπουμε  να  ψηλώνουν  στα  ουράνια
καθισμένοι  πάνω  στους  αόρατους  ίσκιους ,
καρτερούμε  με  μια  ελπίδα  παιδιάστικη 
πότε  οι  φτερωτοί  τ’ ουρανού  στρατιώτες
την  τρομαγμένη  θάρθουν  να  φρουρήσουν  
σιωπή  μας

Καρτερώντας  τη  μέρα  που  ο  άφοβος  ήλιος
θα  λάμψει  στους  στενούς  μας  ορίζοντες ,
τραβούμε  τις  κουρτίνες  απ’ τα  παράθυρα  μας
– έχουμε  ακόμα  παράθυρα  μικρά  σαν  τρύπες –
μήπως  μας  ξεχάσει  ο  λαμπρός  μας  θεός ,
μήπως  δε  μας  μάθει  να  θάβουμε 
τους  ήρωες  μας

Τραγουδώντας  τραγούδια  σε  άγνωρη  γλώσσα
– που  για  μας  φαίνεται  λίγο  γνωστή –
τα  στέλνουμε  να  ταξιδέψουν  στους  αιθέρες
μήπως  κάποια  χώρα  μακρυνή  τα  τραβήξει
και  μάθει  τουλάχιστον  τη  μουσική  τους

Και  σαν  τα  βράδυα  πασκίζουμε 
να  οδηγήσουμε  τα  βήματα  μας  στο  λιμάνι
περνώντας  μέσ’ από  ναυάγια 
που  πέθαναν  ή  ζούνε ,
μέσ’ από  σώματα  νεκρά 
που  χτίσαν  τις  ελπίδες  τους  στην  άμμο ,
καθόμαστε  σταυροπόδι  στ’ ακρογιάλι
προσπαθώντας  να  θεμελιώσουμε  τα  περασμένα
σε  μια  σειρά  από  πέτρινα  σπιτάκια                                
που  να  μη  φωνάζουνε  στη  μοναξιά  μας

Διαβήκαμε  πάνω  στο  δρόμο  μας
Θέλοντας  να  εντοπίσουμε  τα  σύνορα 
του  όνειρου  και  της  αλήθειας , 
διαβήκαμε  πάνω  στο  δρόμο  μας
Πασκίζοντας  να  μεταφράσουμε  τ’ ονειροπόλημα
στα  καλούπια  της  δικιάς  μας  πραγματικότητας ,
φωνάζουμε  στις  άδειες  καρδιές ,
περνάμε  μέσα  απ’ τις  άδειες  καρδιές 
και  μιλάμε :
Στον  εαυτό  μας ,
στ’ αχνάρια  μας ,
στο  θρίαμβο  μας .
  
  
                                Κάλυμνος ,  Σεπτέμβριος  1964
----------------------------------------------------------

                                                                            


Χριστούγεννα   του   1964
--------------------------------------------------------------------------


Βλέπω  μια  πολιτεία  λουσμένη  στα  φώτα
που  απ’ τα  παράθυρα
και  τους  στύλους  των  δρόμων,
σ’ αυτή  τη  ξάστερη  χειμωνιάτικη  νύχτα
λες  και  βάλθηκαν  το  φως  τ’ ουρανού
να  ξεπεράσουν
που  απ’ τ’ αστέρια  του  πέφτει

Σήμερα , πάνω  απ’ όλα  τα  δερμάτινα  χρώματα
συνοδευμένο  από  ξεψυχίσματα  κυμάτων 
στ’ ακρογιάλια
και  με  ζωντανές  διστακτικές  πνοές 
φερμένες  απ’ τους  κόσμους  της  λήθης ,
συντροφιά  με  πολύχρωμα  λαμπιόνια 
και  στολισμένα  ψεύτικα  δένδρα ,
με οδηγό μια  ένοχη  απρόσιτη  σιωπή  που  ξεκινά 
απ’ τα  σκοτεινά  σταυροδρόμια  της  μνήμης ,
το  μεγάλο  μας  μυστικό  ταξιδεύει

Πασκίζοντας  ν’ ακούσουμε  τις  άγνωρες  φωνές 
της  βουβής  νύχτας
που  μοιάζουν  με  σήματα  σταλμένα 
από  πομπό  χωρίς  δέκτη ,
ψάχνουμε  στα  πρόσωπα  των  ανθρώπων 
που  συνωθούνται  στις  εκκλησιές
μήπως  τις  φωνές  που  ζητάμε 
ν’ ακούσουμε  μπορέσουμε ,
μήπως  και  δούμε  τον  αριθμό  25 
γραμμένο  στα  μάτια  τους

Σαν  γυρίζουμε  το  πρωΐ  στα  σπίτια  μας
δε  μας  νοιάζει  αν  το ημερολόγιο  μας  δείχνει 24
– είμαστε  τόσο  κουρασμένοι 
για  να  γυρίσουμε  τη  σελίδα  του –
κυτάζουμε  μονάχα  απ’ τα  παράθυρα  μας 
για  να  δούμε  τους  ανθρώπους  να  χαιρετιούνται 
κουρασμένα ,
όπως  ακριβώς  χαιρετιούνται  οι  αρχηγοί 
δυο  φίλων  χωρών ,
ή  όπως  γράφουμε 
τις  ευχητήριες  κάρτες  μας

Μα  σήμερα ,
μέσ’ απ’ τη  μυρωμένη  πνοή 
της  νύχτας  που  πέρασε
η  μεγάλη  μας  ελπίδα  ταξίδεψε
πάνω  στα  φτερά  των  ολόασπρων  γλάρων 
που  τώρα  περνούν  τον  καιρό  τους 
στους  αφρούς  ενός  απόμερου  κύματος
Και  τώρα ,
που  τ’ άστρα της  νύχτας σβηστήκανε
παίρνοντας  μαζί  τους  τα  ξύλινα  καλούπια 
της  θλίψης  μας ,
πως  θα  φέρουμε  ένα  σπήλιο 
μεσ’ τα  παλάτια  μας ;

Και  τα  χρόνια  που  θάρθουνε
φορώντας  στον  ώμο  το μανδύα  της  νιότης  μας ,
θα  μας  μάθουν  να  βγάζουμε
απ’το  ημερολόγιο  μας  το  φύλλο  που  γράφει  24
ή  θα  μας  δείξουν  να  γράφουμε  κάρτες  με 
φθηνό  γραμματόσημο ;
  
Για  τη  Γεωγραφία   
ο  Χριστός  γεννήθηκε  στη  Βηθλεέμ ,
για  τη  Θρησκεία
γεννιέται στις 25 του δωδέκατου μήνα κάθε χρόνο,
για  την  Ιστορία
γεννήθηκε  πριν  από  1964  χρόνια ,
για  τις  καρδιές  μας 
πότε ;

  
                                                                         Κάλυμνος ,  28  Δεκεμβρίου  1964
                                                       ---------------------------------------------------------------



Μάγισσες
-------------------------------------------------------


Μάγισσες , τι  σας  έφταιξα  πέστε  μου
και  μου  φέρατε  άνεμους  στη  θλιμμένη  βραδιά
Μάγισσες , τη  ζωή  ξαναφέρτε  μου 
και  στης  θλίψης  το  πέρασμα  ξαναδώστε  χαρά

Και  πριν  νάρθουν  τα  σύννεφα
μέσ’ της  λήθης  το  κύλισμα ,
ξαναφέρτε  το  όνειρο ,
ξαναρθείτε  κι’ εσείς 

Κι’ όταν  βράδυα  θα  φτάσουνε
γεννηθείτε  απ’ τα  κύματα
για  να  διώξτε  τους  άνεμους
που  φωλιάζουν  στη  γη
  
Μάγισσες , στους  χειμώνες  που  έρχονται
ξαναντύστε  τους  πόθους  μου ,
μην  κουρνιάσουν  στ’ απόνερα
που  μαζεύει  η  βροχή

Μάγισσες , μέχρι  να ’ρθει  η  δύση  μου
προστατέψτε  τους  δρόμους  μου ,
μην  τους  σβήσουνε  χείμαροι
που  γεννά  η  ψυχή  


                         Κάλυμνος ,  3  Φεβρουαρίου  1965
--------------------------------------------------------------------

                                                                            


Διάνοιξη
--------------------------------------------------


Σκύψαμε  στον  εαυτό  μας
Ηταν  στο  τέλειωμα  ενός  σούρουπου  σκοτεινού
που μετά από ένα  κύταγμα  μέσα στ’αχνάρια μας ,
σκύψαμε  στον  εαυτό  μας
Στο  χάραμα της ημέρας οι  συνοδοί του  Φαέθωνα 
μας  βρήκαν  να  κρατάμε  στους  φούχτες  μας 
τη  δικιά  μας  την  Ανοιξη
Ημασταν  ευτυχισμένοι

Περπατήσαμε  στο  γέρμα  ενός  δειλινού  
στο  δρόμο  που  οδηγεί  στο  λιμάνι ,
για  να  σφίξουμε  τα  ροζιασμένα  χέρια 
των  ανθρώπων  της  θάλασσας ,
για  να  μιλήσουμε 
με  τους  ανθρώπους  της  θάλασσας ,
στο  λίκνισμα  μιας  βάρκας ,
στο  τραγούδι  ενός  ναύτη ,
στον  ύπνο  ενός  κύματος ,                                                
στο  βασίλεμα  του  ήλιου  και  της  ελπίδας  τους

Γυρνώντας  στο  σπίτι  το  νοιώσαμε
στο χάδι της νυχτιάτικης πνοής  στο πρόσωπο μας ,
το  ακούσαμε  στην  ηχώ  των  κερδισμένων 
βημάτων  μας
Ημασταν  ευτυχισμένοι

Διαβήκαμε  στους  ασπρισμένους  δρόμους 
μιας  φτωχογειτονιάς
μιλώντας  με  κάτι  γελαστά  παιδιά ,
στριμωγμένα  στα  καλούπια 
μιας  στείρας  ικανοποίησης ,
για  το  πέρασμα  μας  πάνω  στη  γη ,
για το  φτιάξιμο  των  βημάτων  μας  πάνω στη γη ,
για  τα  σύνορα  μας
Γυρίσαμε ,
με  τη  συντροφιά  μιας  δικιάς  μας  ανταύγειας
Ημασταν  ευτυχισμένοι

Σταθήκαμε  στην  αιχμή  ενός  χείμαρου
σαν  ακροβάτες  στα  σχοινένια  γεφύρια  μας
για  να  πλάσουμε  με  ηλιαχτίδες  και  σύννεφα ,
μια  κάποια  θεώρηση
Ζυγιασμένοι  στην  άκρη  μιας  χίμαιρας
μπορέσαμε  να  σβήσουμε  με  τα  χέρια  μας 
την  ανάγκη  της  μοίρας  μας ,
να  διώξουμε  απ’ τα  νιόφταχτ’ αχνάρια  μας 
το  θρόνο  της  μοίρας  μας ,
να  σταθούμε
Κι’ ύστερα  αγκαλιασμένοι  με  κλωνάρια 
και  όνειρα
χαράξαμε  το  όνομα  μας
Ημασταν  ευτυχισμένοι

Είμαστε  ευτυχισμένοι
Μας  μένει  τώρα  να  δώσουμε 
στο  δικό  μας  περπάτημα
μια  κάποια  εξήγηση
Θα  μας  μιλήσουν  για  σκοτάδια  και  κύματα ,
θα τους  μιλήσουμε  για μονοπάτια  και  χρώματα ,
για το δικό μας  σεργιάνισμα  μέσα  στα χρώματα ,
για  τη  λύτρωση  μας
Κι’ όταν  τα  βέλη  τα  δικά  μας  ξανάρθουνε 
με  τις  αιχμές  τους  βαμένες  στο  αίμα  μας ,
τα  ρολόγια  μας θα  γράφουνε 
μια  διπλή  ένδειξη :
ώρα  12  και  ώρα  μηδέν  

  
                                  Κάλυμνος ,  14  Μαρτίου  1965
----------------------------------------------------------------

                                                                             


Παραδοχή
----------------------------------------------------


      
Δεν  είναι  καιρός  που  το  νοιώσαμε 
πως  έπρεπε  ν’ αλλάξουμε  σπίτι
Το  παλιό  μας  χτύπαγε  τις  αισθήσεις ,
μας  έδειχνε  ένα  κόσμο  πού ’ταν  πολύ  όμορφος
για  να  γίνει  δικός  μας

Κι’ όμως  θυμάμαι  πως  κάποτε  τ’ αγαπήσαμε
Κοντά  του  γεμίζαμε  τη  σκέψη  μας
στα  φοβισμένα  χειμωνιάτικα  βράδυα
μιλώντας  για  μας , για  κείνο ,
για  τους  ανθρώπους
Μαζί  του  νομίζαμε  πως  θα  μπορούσαμε  πάντα
ν’ απλώνουμε  τα  χέρια  μας 
πάνω  στη  μοίρα  μας ,
να  χαράζουμε  τ’ αχνάρια  των  βημάτων  μας 
πάνω  στη  μοίρα  μας ,
πως  θα  μπορούσαμε  πάντα  ν’ αγαπούμε
  
Ηταν  μια  “ γνησία  συμβίωσις ”
Του  δίναμε  μόχθο , μας  έδινε  τη  ζωή
Ωσπου  μια  μέρα  ξυπνήσαμε 
πάνω  σε  θλιμμένα  ερείπια
Δεν  πονέσαμε
Ισως  να  είχαμε  κουραστεί 
κυνηγώντας  τη  δόξα  του ,
μέσα  σ’ ένα  κόσμο  που  έτρεχε 
κυνηγώντας  τη  ζωή  μας

Συνηθίσαμε  στο  χαμό  του 
πιο  γρήγορα  απ’ ότι  ελπίζαμε
Του  χτίσαμε  όμως  ένα  μνημείο 
μέσα  στη  σκέψη  μας ,
πλουτισμένο  με  τις  ολονύχτιες  πορείες  μας 
πάνω  στο  όνειρο ,
με  τις  αρρωστημένες  ελπίδες  μας , 
με  τη  σιωπή  μας
  
Μείναμε  μετέωροι
Ζυγιασμένοι  πάνω  στα  σχοινένια  γεφύρια 
της  μοναξιάς  μας ,
τ’ αποφασίσαμε
Ηταν  η  μοναδική  μας  διέξοδος ,                                            
η  προδοσία  μας

Δεν  τη  θελήσαμε ,
μας  την  επέβαλαν
Φορώντας  την  το  νοιώσαμε 
πως  ήταν  κομένη  στα  μέτρα  μας 
Ηταν  η  αμοιβή  μας
για  τις  πολύωρες  περιπλανήσεις 
στα  νοτισμένα  ακρογιάλια  της  σκέψης  μας , 
η  ακούσια  μας  κατάκτηση ,
ο  θρίαμβος  μας
Τη  συνηθίσαμε
  
Δεθήκαμε  με  το  σώμα  μας
Μικράναμε  τη  ζωή  μας 
ανάμεσα  σε  δυο  κουβέντες  για  τον  καιρό ,
για  την  πολιτική ,
για  τον  πόλεμο
Κλείσαμε  μέσα  στα  χέρια  μας 
δυο  σταγόνες  ανάμνηση
Το  τραίνο  μας  χάλασε 
σ’ ένα  απ’ τους  πρώτους  σταθμούς  του
Το  αγαπήσαμε  


                                    Αγαθονήσι ,  Καλοκαίρι  1966
---------------------------------------------------------



Οι   Φωνές
------------------------------------------------------------


Στ’ ακρογιάλι  που  σταθήκαμε  ’κείνο  το  δειλινό
για  να  δούμε  να  σαλεύει  μέσα  στα  χρώματα 
η  σιωπή  μας ,
δε  μπορούσες  ν’ ακούσεις  παρά  μόνο  φωνές ,
δε  μπορούσες  να  νοιώσεις  παρά  μόνο  φωνές
στ’ ακρογιάλι  που  μείναμε , 
μέχρι  το  βράδυ

Κι’ οι  φωνές  ώρμησαν 
στην  άκρη  της  θάλασσας ,
κάθησαν  σταυροπόδι 
στην  άκρη  της  θάλασσας ,
παίξανε  τους  αφρούς  απ’ τα  κύματα 
πάνω  στα  χέρια  τους
κι’ έπειτα  μίλησαν :
  
“ Μη  ζητάτε  ν’ αγκαλιάσετε  τ’ αστέρια 
που  στις  ανέφελες  νύχτες 
πασκίζουν  να  στείλουν  ακτίνες
στις  θλιμμένες  καρδιές  μας
Περπατήστε
στους  αψιδωτούς  δρόμους  της  σύμβασης ,
γελάστε  με  κάποια  προσπάθεια 
στ’ αχνάρια  της  σύμβασης
και  σταθείτε

Μην  περιμένετε  να  φωτισθούν  τα  παράθυρα 
των  πύργων  που  κτίσατε 
στα  μικρά  ακρογιάλια  σας
Αγαπήστε  τη  στάλα  της  βροχής 
που  πέφτει  μονότονα 
στο  τέλειωμα  ενός  σούρουπου

Το  καλοκαίρι , είναι  μια  εποχή 
που  υπάρχει  μόνο  στα  κιτρινισμένα  φύλλα 
ενός  ξεχασμένου  ημερολόγιου
Περνά  κάθε  νύχτα  στα  κρυφά  όνειρα  μας , 
δίπλα  μας ,
χωρίς  να  μας  αγγίξει ,
χωρίς  να  το  αγγίξουμε ,
για  να  χαθεί  μέσα  στο  χάραμα 
της  μέρας  που  έρχεται
όπως  χάνεται  βαθειά  μέσ’ τη  σκέψη  μας 
μια  γλυκειά  φωνή  απ’ αυτά  που  περάσανε ,
μια  γκρεμισμένη  ελπίδα  γι’ αυτά  που  περάσανε,
γι’ αυτά  που  χαθήκαν

Κι’ όταν  στην  αυγή  της  ελπίδας  μας
πασκίζουμε  να  ταιριάξουμε 
τα  φθαρμένα  μας  πέλματα
στα  παλιά  μας  προπλάσματα ,
με  οδηγό  μια  φωνή  π’ αγαπήσαμε ,
με  σκοπό  το  πλάσιμο  μιας  ζωής  π’ αγαπήσαμε ,
δε  μπορούμε  να  στήσουμε  φράχτη  στο 
δίχτυωμα  του  πόθου  μας  πάνω  στον  άνεμο ,
στο  πνίξιμο  της  δίψας  μας  μέσα  στη  λήθη

Ετσι  θα  γείρουμε  μέσα  στο  όνειρο ,
αναμεσίς  ενός  ουρανού  και  μιας  γης 
που  δε  μας  κυτάζουν ,
ναυαγοί  χωρίς  το  δικαίωμα  μιας  ελπίδας ,
ναυαγοί  πάνω  σε  μια  γη  που  ζητήσαμε ,
ναυαγοί  κάτω  από ’να  ουρανό  π’ αγαπήσαμε
και  που  τώρα  μισούμε

Είναι  σα να  διαβαίνουμε  στο  δρόμο  μιας  πόλης
χωρίς  να  ξέρουμε 
τη  διεύθυνση  του  σπιτιού  μας
Γιατί  δε  μας  έδωσαν
τη  διεύθυνση  του  σπιτιού  μας ;
Ποιος  φταίει  που  περάσαμε
με  ταχύτητα  αστραπής 
απ’ την  αγκαλιά  της  ελπίδας  μας 
χωρίς  να  σταθούμε ;
Ποιος  φταίει  που  δεν  κλάψαμε 
για το  πέταγμα  της  μέρας 
μέσα  στα  χέρια  μας ,
για  το  μάτωμα  του  ήλιου 
μέσα  στα  χέρια  μας ,
στα  δεμένα  μας  χέρια ;

Μας  έφτιαξαν  τη  ζωή  μας ,
αγαπήσαμε  τη  ζωή  μας
Το  τέλος  μας  θάρθει  ξαφνικά  κι’ ατελετούργητα
χωρίς  διαδικασίες  και  θρηνολογήματα ,
σα  να  μας  πάτησε  το  τραίνο  της  γραμμής 
σ’ ένα  ταξίδι  του  μέσα  στο  σούρουπο ”

Και  οι  φωνές  σταματήσανε
Με  σκυμμένο  κεφάλι  υποδεχθήκαμε  τη  νύχτα 
μέσα  στα  χέρια  μας
Και  σ’ εκείνο  τ’ ακρογιάλι  που  βάλθηκε 
να  διψάσει  τη  σκέψη  μας ,
μπορέσαμε  να  ενώσουμε  την  ελπίδα  μας 
με  την  Άνοιξη  
   
                        Αγαθονήσι  ,  Μάϊος  1967
----------------------------------------------------------


                  
Απολογία
----------------------------------------------------------


Τα  χρόνια  που  πέρασαν
πήραν  τα  πρώτα  φτερουγίσματα
πάνω  στις  πλάτες  τους
Μέσα  στη  σιωπή , τα  όνειρα  σβήσανε
Οι  δρόμοι  λασπωμένοι 
γυρνούν πάνω στο σώμα  μας

Κύταξα  μέσ’ απ’ τον  καθρέφτη ,
μέσα απ’ το σπασμένο  καθρέφτη της  σιωπής  μου
Είδα  πνιγμένα  σώματα  ν’ ανεβαίνουν
στην  επιφάνεια  μιας  λίμνης  γεμάτης  με  λάσπη
Τα φώτα ενός αυτοκινήτου  στράφηκαν  πάνω  μου
και  το  όνειρο  τέλειωσε

Κι’ όμως  θυμάμαι  πως  αγάπησα
το  ήρεμο  αντιφέγγισμα  ενός  λιμανιού ,
τη  μακρινή  μουσική 
σε  μια  ξάστερη  καλοκαιριάτικη  νύχτα

Τώρα , πρέπει  να  μάθω  να  κυτάζω
στις  στροφές  των  επαρχιακών  δρόμων ,
καθισμένος  σ’ ένα  βράχο  φτιαγμένο
από  ελπίδες  που  δεν  πρόφτασαν  να  ωριμάσουν

Θα  συνηθίσω
Και  στα  χρόνια  που  θάρθουνε
θα  πασκίσω  να  κρατήσω  στις  φούχτες  μου
τη  στάχτη  απ’ τα  καμένα  ερείπια
Μπορεί  να  μην  αξίζει  τίποτα 
αλλά  μου  ανήκει  

  
                                     Αθήνα ,  Ιανουάριος  1968
----------------------------------------------------------

                  


Διάλειμμα
--------------------------------------------------------------


Είναι  μια  προσπάθεια  τίποτα  περισσότερο
Το  κατάλαβα  δοκιμάζοντας  να  σωριάσω 
στη  σκέψη  μου
στιγμές  που  μπόρεσαν 
να  μιλήσουν  στο  διάβα  μου ,
στιγμές  που  μπόρεσαν 
να  ρίξουν  στο  διάβα  μου ,
αέρινα  κύματα

Είναι  μια  προσπάθεια  τίποτα  λιγότερο
Σε  μια  νύχτα  μπορείς  να  συντρίψεις 
στα  χέρια  σου
ό,τι  αγάπησες  στις  μέρες  που  πέρασαν
Σ’ ένα  χλωμό  φεγγαρόφωτο ,
μπορείς  να  ποτίσεις  με  δάκρυα
τις  πρώτες  ελπίδες  σου

Στο  βάθος  δεν  είναι  ευχάριστο
Είναι  σα  να  κατεβαίνεις  μια  ηλεκτρική  σκάλα
φτιαγμένη  μόνο  για  ν’ ανεβαίνει
Ένα  ποτάμι  υπέροχα  χρώματα  σε  τυλίγει
Τα  φώτα  ανάβουν
Σε  μια  στιγμή  που δε  σκέπτεσαι  και  δε  θέλεις ,
ξανοίγεσαι  μακρυά  από  αδιάφορα  πρόσωπα
πάνω  σε  ξεχασμένα  προπλάσματα ,
βήματα , άλλου  κόσμου
Σ’ ένα  μισοφωτισμένο  δωμάτιο 
μια  γωνιά  σε  φωνάζει
Ένα  χαλασμένο  τραπέζι ,
ένα  σπασμένο  σκαλοπάτι ,
ένας  φίλος  που  σε  κράζει ,
σταμάτα , η  γιορτή  θα  τελειώσει

Δεν  ωφελεί
Ανταλλάξαμε  χειραψίες  μέσ’ από  βαγόνια 
που  πηγαίναν  αντίθετα
Δυο  μαντήλια  κινήθηκαν
Οι  γραμμές  μείναν  άδειες  από  το  βάρος  μας
Δυο  μάσκες  μας  σώσαν  από  τα  προσχήματα ,
δεν  υπάρχει  συνέχεια

Κάτι  μορφές  που  γλιστράνε ,
κάτι  παιδιά  που  γελάνε ,
αδύναμα  φώτα 
σ’ ένα  κόσμο  μ’ ευαίσθητα  μάτια ,
θρυμματισμένες  μορφές 
σε  ήρεμες  τεχνητές  λίμνες ,
έγχρωμες  αυταπάτες ,
επιτρέψτε  μου ,
όλ’ αυτά  να  τα  σβήσω  


                                                                                     Αθήνα ,  24   Μαρτίου  1968
                                                              --------------------------------------------------------              


Μια   στιγμή
------------------------------------------------------


Αυτή  η  στιγμή  μου  ανήκει                                                                            
Σβήσε  τα  φώτα , τα  παράθυρα  κλείσε ,
άσε  μόνο  τα  τραγούδια 
στον  αγαπημένο  ρυθμό  τους ,
στα  χέρια  μου  ζωγραφίζονται
ακρογιάλια  ξεχασμένα ,
αυτή  η  στιγμή  μου  ανήκει

Απ’ αυτή  τη  μικρή  χαραμάδα
ξετυλίγεται  η  ζωή  μας
Στις  ώρες  που  θάρθουν  μην  πεις  ούτε  λέξη
Στους  τοίχους  η  υγρασία  σχηματίζει 
μορφές  κουρασμένες ,
πάνω  στο  σώμα  μου  συγκρούεται 
η  αγάπη  του  κόσμου ,
αυτή  η  στιγμή  μου  ανήκει

Ο  χρόνος  αιωρείται  στο  πρόσωπο  μου
Με  μια  κίνηση  μπορώ  να  αναποδογυρίσω 
το  βάζο  με  τα  λουλούδια
Μη  με  κυτάς  μ’ αυτά  τα  έκπληκτα  μάτια ,
βλέπεις  σηκώνω  τα  ποτάμια  στους  ώμους  μου ,
οι  σκιές  μού  τρώνε  τα  δάκτυλα ,
σήμερα  όλη  μέρα  περπάτησα ,
αυτή  η  στιγμή  μου  ανήκει

Πάνω  στα  κατάρτια  των  πλοίων 
που  ξεμακραίνουν
μπόρεσα  να  στήσω  σημαίες  τα  περασμένα
Εμεινα  στη  στεριά 
φύλακας των ελπίδων που  φωνάζουν  στο μέλλον,
ζωγράφισα  στους  τοίχους 
κάτι  κιάλια  που  αγναντεύουν  το  μέλλον ,
άμορφες  προσδοκίες  για  ένα  άγνωστο  κόσμο ,
τώρα  που  σταμάτησα  να  ψάχνω 
σε  πηγές  διψασμένες ,
αυτή  η  στιγμή  μου  ανήκει  

                        
Αθήνα ,  24  Απριλίου  1968
-------------------------------------------------------

                  


Δε   μπορούμε   να   γυρίσουμε . . .
-----------------------------------------------------------------------


Εκείνη  τη  νύχτα  που  τα  κύματα 
μας  πήραν  μακρυά  σου ,
δε  δοκιμάσαμε  να  γυρίσουμε  πίσω
Γυρνώντας  μόνο  το  κεφάλι  σε  βλέπαμε
ακίνητο  στη  μέση  του  δρόμου ,
τώρα  μια  θάλασσα  πλατειά  μας  χωρίζει ,
προσπάθησε  να  μας  καταλάβεις 
αγαπημένε  μου  φίλε

Μη  θυμάσαι  τις  μέρες  που  έφυγαν
χαμένες  στο  πυκνό  πέπλο  της  σκέψης  σου ,
όταν  τα  χέρια  σου  ζητούσαν  στον  άνεμο ,
μια  καινούργια  απάντηση

Μαρμαρωμένος  στου  χρόνου  το  άγγιγμα
περιμένεις  στο  σταυροδρόμι  της  μνήμης  σου ,
εκεί  που  μια  νύχτα  βιαστήκαμε
ν’ αποθέσουμε  τις  κουρασμένες  ελπίδες  μας

Φίλε  μου ,
τις  ώρες  που  η  σιωπή  σου  βάραινε  πάνω  μας
προσπάθησα  να  μελετήσω  τη  μορφή  σου ,
μπόρεσα  ν’ αγαπήσω  τη  μορφή  σου ,
μέσα  στα  καλοκαίρια  που  έσμιγαν
τον  πόνο  και  τη  λύτρωση
πάνω  στο  σώμα  μας

Τις  μέρες  που  τα  βήματα  σου  μας  έφερναν
σ’ έρημους  δρόμους ,
σε  σπίτια  γκρεμισμένα  απ’ τη  θλίψη ,
τις  μέρες  που  τα  μάτια  σου  δάκρυζαν 
στις  ομίχλες  της  μικρής  πολιτείας ,
το  νοιώσαμε  φίλε  μου  πως  θα  έμενες  πίσω

Προχωρήσαμε  μπροστά ,
αγκαλιαστήκαμε  με  το  πλήθος ,
δε  μας  πρόλαβες ,
έμεινες  πίσω ,
στο  πρώτο  μας  σταυροδρόμι ,
σημάδι  μιας  αφετηρίας  χαμένης
που  έχουμε  καταστρέψει

Προχωρήσαμε  μπροστά ,
έχοντας  στη  μνήμη  πάντα  τη  μορφή  σου ,
αυτή  τη  μορφή  που  μας  βασάνιζε ,
σαν  πασκίζαμε  να  στεριώσουμε 
σε  τόπους  άγνωστους ,
σε  λιμάνια  σφραγισμένα  απ’ τη  ματιά  σου ,
σε  κάμπους γεμάτους απ’τη  βοή  της  ψυχής  σου ,
γιατί  δε  μας  αφήνεις  μόνους
αξέχαστε  φίλε ;

Το  ξέρεις  πως  δεν  θα  γυρίσουμε
Δεν  θέλουμε  να  μοιραστούμε  απ’ την  αρχή
τη  λύπη  των  γαλάζιων  πουλιών ,
το  δάκρυ  των  γαλάζιων  πουλιών ,
που  φτερούγιζαν  άδικα  μέσα  στα  χέρια  σου

Δε  θέλουμε  να  γυρίσουμε ,
δε  μπορούμε  να  γυρίσουμε
Εδώ  πέρα  μακρυά  σου ,
πασκίζει  η  ζωή  να  τυλίξει  τη  σκέψη  μας  

                                        Αθήνα ,  Οκτώβριος  1970
------------------------------------------------------

 



1 9 7 1   -   1 9 7 9

  

Αποχαιρετισμός
--------------------------------------------------------------------


Η σιωπή που  μας  συνόδεψε 
τα  τελευταία  χρόνια ,
φερμένη  από  κόσμους  μακρινούς
κι’ άγνωρες  θάλασσες ,
από  λιμάνια  χαμένα  μέσα  στο  μόχθο 
και  στην  άρνηση ,
περνώντας  πάνω  από  πολιτείες  ανύποπτες
κάτω  από  έναν  ήλιο  δικό  μας ,
η  σιωπή  που  αγκάλιασε  τα  βήματα  μας
στα  καλοκαίρια  που  πέρασαν ,
έφυγε  χθες 
με  τον  αγέρα  του  Φθινοπώρου ,
την  ώρα  που  τα  τελευταία  χαμόγελα  πέθαιναν
πάνω  στην  πλατειά  λεωφόρο

Κρατήσαμε  την  πνοή  της  μέσα  στα  χέρια  μας ,
συντροφευμένη  από  μνήμες 
που  άδικα  προσπαθούσαν  να  ξεψυχίσουν ,
καθώς  φέρναμε  στα  μονοπάτια  του  γυρισμού
απομεινάρια  από  νύχτες 
που  δεν  έλεγαν  να  τελειώσουν ,
υπολείμματα  αγαπημένων  σκιών
που  χάθηκαν στο  φως  του  τελευταίου  δειλινού ,
την  ώρα  που  κανένας  δεν  πίστευε 
στο  ξημέρωμα  μιας  μέρας  καινούργιας

Μειδιάματα  συγκρατημένα ,
προσποιητές  ευθυμίες ,
την  ώρα  που τα  δάκρυα  ζητάνε  ν’ αναβλύσουν ,
χειρονομίες  ευγενικές , 
τώρα  που  σε  τίποτα  πια  δε  χρησιμεύουν
αφού  σε  λίγο  τα  καλοκαίρια  θα  γίνουν  αιώνες
κι’ οι  δυο  σταγόνες  θα  σμίξουν
στην  άκρη  του  δικού  μας  ωκεανού  

                    Αθήνα ,  Σεπτέμβριος  1971
--------------------------------------------------------




Χαμένη   Ανοιξη
------------------------------------------------------------



Ήσουν  ελπίδα , ήσουν  φως ,
μια  νύχτα  που  τα  δέντρα
κράτησαν  όλη  τη  θλίψη  μου
σαν  έν’ αντιστύλι
Έγινες  όραμα  παντοτεινό ,
χαμένη  Άνοιξη  σ’ ένα  λυγμό ,
σκιά  μου  ανύποπτη ,
γλυκειά  μου  μνήμη

Γύρισα  πίσω  μια  μέρα 
που  τ’ όνειρο  προσπαθούσε  να  ξεψυχίσει ,
άγνωστα  σπίτια , άγνωστοι  δρόμοι ,
δυο  φώτα  που  έσβηναν  σε  κάποιο  βάθος ,
ένα  αλύτρωτο  χαμένο  πάθος ,
ίχνη  ασάλευτα 
μιας  νοσταλγίας


Μορφές  που  περάσατε  σαν  ηλιαχτίδα ,
ανώριμοι  πόθοι  σ’ έν’ ακρογιάλι ,
στην  πέτρα  που  σκύψαμε
κυνηγώντας  ένα  καλοκαίρι  που  μας  ξέφευγε ,
δεμένοι  στην  αρμύρα  μιας  ενοχής 
πιο  γαλάζιας  κι’ απ’ τη  θάλασσα ,
μια  διάχυτη  μουσική  στα  βήματα  σας ,
γύρω  στον  αγέρα  ένας  ρυθμός ,
τέσσερις  νύχτες  λουσμένες  στο  φως
μιας  αυγής  που  βιάστηκε  νάρθει    
                                  
                                    Γρεβενά ,  Δεκέμβριος  1972
---------------------------------------------------------

Ενα   ταξίδι
------------------------------------------------------------


 Ενα  άσπρο  παντού
την  ώρα  που  φεύγεις ,
διάστικτο  πέπλο  απ’ τις  αναμνήσεις
και  μια  σκέψη  βαθιά  σου  αν  είναι
ο  δρόμος  αυτός ,
η  καλύτερη  λύση

Λίγα  σπίτια  που  φεύγουν  μακρυά  σου ,
αθόρυβοι  δρόμοι  γεμάτοι  με  πλήξη ,
πρόσωπα  άγνωστα  που ’γιναν  φίλοι
και  μια  σκέψη  βαθιά  σου  αν  είναι
ο  δρόμος  αυτός ,
η  καλύτερη  λύση

Απογεύματα  γκρίζα ,
ακίνητες  ώρες ,
μάτια  κλειστά  στην  προσμονή  του  ονείρου ,
χείλη  σφιγμένα  στο  γκρέμισμα  μιας  οπτασίας                          
και  τριγύρω  μια  άτονη  θλίψη ,                                                     
μόνιμη  συντροφιά  σου

Ενας  πόνος  βουβός 
που  πλανιέται  στο  χρόνο ,
καθώς  βλέπεις τις  μέρες  να  κυλούν 
σαν  ρυτίδες
και μια κηλίδα στο νου  σου
που ολοένα  απλώνει ,
πτυχές  ανομολόγητες 
μιας  γλυκειάς  φαντασίας ,
μπροστά  στο  άπειρο  λάθος  που  μας  σφίγγει ,
η  ψυχή  μου  υποκλίνεται 
και  ταξιδεύει                               

                                                                                  Γρεβενά ,  Ιανουάριος  1973   
                                                       --------------------------------------------------------------                                                                                                                                                                                                                                                                                                            

Δυο   αλύπητα   χέρια
---------------------------------------------------------------------


Το  να ’χεις  δικαίωμα  στο  θάνατο
όταν  οι  άλλοι  έχουν  δικαίωμα  στη  ζωή ,
αυτό  είναι  κέρδος

Το  να  μετράς  τα  χαμένα  ηλιοβασιλέματα
βυθίζοντας  μέσα  στις  ώρες  σου 
δυο  άπληστα  χέρια ,
προσμένοντας  τη  φυγή  στην  οδύνη  μιας  νύχτας
ή  ενός  μεσημεριού ,
χαϊδεύοντας  κάθε  καινούργιο  πρωϊνό 
με  τη  λαχτάρα  που  χάδεψες 
την  πρώτη  γυναίκα ,
τη  νύχτα  εκείνη  του  καλοκαιριού
όταν  δε  μάντευες  ακόμα ,
την  άκρη  του  νήματος  που  μας  τυλίγει


Δυο  χέρια  που  με  πλησιάζουν ,
δυο  αλύπητα  χέρια
κι’ ένας  κόσμος  χαμένος 
στο βάθος  μιας  μνήμης
ρηχής , σαν  εκείνο  το  περσινό  ακρογιάλι
που  όσο  κι’ αν  θέλεις  δε  μπορεί  να  βαθύνει

Μείναμε  μόνοι , 
με  το  νερό  ως  τα  γόνατα ,
στην  άκρη  μιας  ανοιξιάτικης  μέρας
που  φτερουγίζει ,
με  τα  δάχτυλα  τεντωμένα 
στο  χάδι  μιας  γλυκειάς  επαφής ,
καρτερώντας  μια  νύχτα  που  μας  υποσχέθηκαν , 
τώρα , που  ο  χρόνος  έγινε 
μικρός  σαν  δάκρυ  

  
                                      Αθήνα ,  Απρίλιος  1973
         ----------------------------------------------------  

 

Αφιέρωμα
-----------------------------------------------


 Σημαδέψαμε  τ’ όνειρο ,
ένα  καλοκαίρι  πριν  τρία  χρόνια ,
σε  μια  ξένη  χώρα
– δε  μπορείς  να  θυμάσαι –
φίλε  μου

Ταξιδεύοντας  κατά  το  βοριά ,
στις  λίμνες  Οντάριο
και  στις  όχθες  του  Νιαγάρα ,
σηκώσαμε  τη  ψυχή  μας
ανάμεσα  σε  χαμόγελα  συγκατάβασης ,
τυλιγμένοι  μέσα  σ’ εκείνο  το  ηλιοβασίλεμα 
που  μας  ζέσταινε ,
τόσο  μακρυά  απ’ τη  γη  μας ,
τόσο  κοντά  στην  Ανοιξη
– δε  μπορείς  πια  να  θυμάσαι –
φίλε  μου  


Αθήνα ,  Αύγουστος  1973
----------------------------------------------------------

 


A   reward     –     Ανταμοιβή
----------------------------------------------------
                                                                            

The  last  three  years
came  on  me ,
like  a  rapid  flow 
of  a  burning  steam

I  stretched  my  hands 
and  found  them  full ,
of  what  I  had
always  denied  

  
Τα  τελευταία  τρία  χρόνια
έπεσαν  πάνω  μου ,
σαν  μια  γρήγορη  ροή 
καιομένου  ατμού

Απλωσα  τα  χέρια  μου 
και  τα  βρήκα  γεμάτα ,
από  ό,τι  είχα 
πάντοτε  αρνηθεί  

 Αθήνα ,  Νοέμβριος  1973
------------------------------------------------------

 


Ενα   ξημέρωμα
-------------------------------------------------------


Σαν  στρέφεις  το  πρόσωπο
στα  κόκκινα  σύννεφα ,
ακτίνες  διάφανες  μιας  μέρας  π’ αρχίζει ,
διαβαίνουν  οι  μνήμες  και  φεύγουν  σαν  κύματα
κι’ ο ήλιος  που  έρχεται , άλλους  ήλιους  θυμίζει

Σαν  τότε  που  έτρεχες  με  περηφάνεια  αλόγου
σ’ εκτάσεις  απέραντες  μα  τόσο  γνωστές ,
για  να  φέρεις  μαζί  με  τ’ αγέρι  του  λόγγου ,
τ’αγέρι  της  θάλασσας , θλιμμένες  μορφές

Σαν  ήρθατε  πάλι  κοντά  μου ,
απρόσμενο  κάλεσμα  τυχαίας  αυγής ,
φτερούγισαν  τα  χρόνια  μέσ’ στη  καρδιά  μου
κι’ οι  ώρες  γινήκανε , 
σημάδι  στιγμής
  
Γόνατα  που  σκύβουν  πάνω  στον  ήλιο ,
βλέμματα  συγκεντρωμένα  σ’ ένα  σημείο  φυγής ,
λικνίζουν  το  όραμα
που  μας  φέρνει  σε  λίγο ,
ένα  άλλο  ξημέρωμα ,  
μιας  ίδιας  ζωής .

             Κάλυμνος ,  Φεβρουάριος  1974 
--------------------------------------------------------------

 

Hold   my   heart    –    Κράτα   καρδιά   μου
------------------------------------------------------------------------

                                                                            
Hold  my  heart
your  rhythm  in pride ,
stones  are  falling ,
waves  are  rushing
but  you  have  to  stay  unmovable  and  right

The  fate  is  going  its  opposite  road ,
the  days  becoming  harder  and  cold ,
the  dreams  are  dying  immature  and  pale ,
but  you  have  to  hold  my  heart 
and  wait

Wait  for  a  dawn  lighting  ahead ,
among  clouds  full  of  the  darkness ,
a  bitter  sense  of  being  apart
of  what  you  loved 
and  are  out  of  sightness ,
wait  for  a  dawn  to  bring  them  all  back ,
wait  and  hold 
your  rhythm  in  mightness    



Κράτα  καρδιά  μου
το  ρυθμό  σου  στη  περηφάνεια
κι’ αν  οι  πέτρες  πέφτουν
κι’ αν  τα  κύματα  ορμούν ,
όρθια  πρέπει  και  αλύγιστη  να  μένεις

Η  μοίρα  βαδίζει  τον  αντίθετο  δρόμο
και  γίνονται  οι  μέρες  ακόμα  πιο  σκληρές ,
τα  όνειρα  ωχρά  κι’ ανώριμα  πεθαίνουν
αλλά  εσύ  πρέπει  να  κρατήσεις  καρδιά  μου 
και  να  περιμένεις

Περίμενε  μιαν  αυγή  που  μπροστά  μας  ροδίζει
μέσ’ από  σύννεφα  γεμάτα  σκοτάδι ,
μια  αίσθηση  πικρή  που  χώρια  βαδίζεις
απ’ όσα  αγάπησες 
και  δε  φαίνονται  πια ,
περίμενε  μιαν  αυγή  όλα  πίσω  να  τα  φέρει ,
περίμενε  και  κράτα 
το  ρυθμό  σου  στη  δύναμη  

Κως ,  Σεπτέμβριος  1974
----------------------------------------------------


Καλοκαίρι   του  ’75
--------------------------------------------------------
  

Ένα  πρόσωπο  χαμένο
στην  πλώρη  ενός  καραβιού ,
μια  μουσική  κι’ ένας  ρυθμός 
που  δε  ξεχνιούνται ,
δυο  χέρια  που  σχίζουν  τον  αγέρα 
σε  χαιρετισμό ,
δυο  μάτια  υγρά 
κι’  ένας  λυγμός ,
είναι  ό,τι  απόμεινε  απ’ αυτό  το  καλοκαίρι

Τ’ αναθρέψαμε  τις  μέρες  του  χειμώνα
τις  γεμάτες  με  πλήξη ,
στις  πρώτες  λιακάδες  της  Ανοιξης 
του  δώσαμε  μορφή ,
τα  περασμένα  το ’ντυσαν 
μ’ ό,τι  δεν  πρόλαβαν  να  δώσουν ,
η  βιασύνη  μας  το  μεγάλωσε  πολύ ,
είχαμε  όμως  ξεχάσει
πως  ό,τι  μεγαλώνει  πολύ ,
πεθαίνει
  

Ένας  ήχος  χαμένος 
στην  άκρη  αυτού  του  καλοκαιριού ,
δυο  χαμόγελα  να  φωτίζουν  το  τραπέζι ,
χειροκροτήματα 
στις  προσπάθειες  της  τοπικής  ορχήστρας ,
ένας  ήλιος ,
λίγη  άμμος ,
μεσημέρια ,
νύχτες  που  δεν  τελειώνουν
και  σαν  τέλος ,
ένα  νησί  που  απόμεινε  ατάραχο
κι’ εμείς ,
λησμονημένοι  

  
Κάλυμνος ,  Σεπτέμβριος  1975
  -------------------------------------------------------------  

 


Μείνε   κοντά   μου
------------------------------------------------------------


Μείνε  κοντά  μου 
και  τ’ όνειρο  θα  γυρίσει ,
μείνε  κοντά  μου 
κι’ ένας  ήλιος  θα  φωτίσει  τη  γη ,
πέφτουν  βροχή  τα  φιλιά  σου  στη  θλίψη
και  γίνεται  η  ζωή  σου , δική  μου  ζωή

Παίρνω  απ’ τα  μαλλιά  σου  το  χάδι
του  πρωϊνού  ηλιόλουστου  ουρανού
για  να  πλέξω  με  της  καρδιάς  το  υφάδι ,
τις  αναμνήσεις  ενός  όμορφου  καιρού

Δος  μου  το  χέρι  στ’ όνειρο  σου
κι’ άσε  με  να  γίνω  ένας  παλμός ,
ξοδεύεται  η  ζωή  στο  μέτωπο  μου
και  μοιάζει  τ’ όνειρο  να  είν’  αλαργινό
  
Χρυσαφένια  τα  μαλλιά  σου  με  τυλίγουν
κι’ η  ματιά  σου  με  σηκώνει  απ’ τη  γη ,
της  τύχης  τα  βήματα  σμίγουν
σε  μια  καινούργια ,
γλυκειά  χαραυγή  
   
Αθήνα ,  20  Ιουλίου  1976
-------------------------------------------------------  

 

Μνήμη    καλοκαιριού
-----------------------------------------------


Αναζητώντας  ένα  ήρεμο  αύριο ,
έγειρα  στην  καρδιά  ενός  καλοκαιριού
το  ζεστό  μου  μέτωπο  στ’ απαλά  της  χέρια ,
αποθέτοντας  μια  κουρασμένη  ζωή
κι’ έναν  ίσκιο  πικρό 
που  έτρεχε  πίσω  μου

Κυνηγήσαμε  στην  άκρη 
της  αγαπημένης  ακρογιαλιάς ,
τον  κόκκινο  ήλιο  στη  δύση  του ,
τρέχοντας  ανάμεσα  στην  πλαγιά
με  τους  θυμαρίσιους  θάμνους
και  στην  αμμουδιά  που  αγκάλιασε
ζεστούς  τους  πόθους  μας  τ’ απομεσήμερο ,
για  να  κρατήσουμε  τη  μέρα 
ασάλευτη  στα  χέρια μας
για  να  κάνουμε  τον  ήλιο  δικό  μας  



Αθήνα ,  Οκτώβριος  1976
----------------------------------------------------

 


Αυτόκλητος   σύντροφος
----------------------------------------------------------------



Είναι  μαζί  μου  ό,τι  κι’ αν  κάνω ,
όπου  κι’ αν  πάω  μ’ ακολουθεί ,
μαζί  του  τις  ελπίδες  μου  μετράω
μια  κι’ έχει  γίνει  της  ψυχής  μου  η  ψυχή

Οι  μέρες  μου  αρχίζουνε  μαζί  του
και  τις  νύχτες  μου  κρατάει  συντροφιά ,
όλες  τις  ώρες  ανασαίνω  την  πνοή  του ,
με  βρίσκει  ο  ύπνος  στη  δική  του  αγκαλιά

Σαν  παίρνω  τους  δρόμους  για  να  ξεχάσω ,
με  συντροφεύει  σαν  μια  σκιά ,
μου  δίνει  το  χέρι  για  να  περάσω ,
κτυπά  η  καρδιά  του  στη  δική  μου  την  καρδιά

Δεν  είναι  πατέρας , δεν  είναι  φίλος ,
δεν  είναι  το  κορίτσι  που  αγαπώ ,
είναι  μια  θλίψη , είν’ ένα  ρίγος ,
το  δικό  μου , το  απέραντο  κενό    



Αθήνα ,  Οκτώβριος  1976
---------------------------------------------------


Αιωρούμενη  δίψα
--------------------------------------------------------


Εδώ , γύρω  και  παραπέρα ,
ένα  κενό
που  δεν  το  γεμίζουν  δυο  μάτια
ή  ένα  χαμόγελο
ή  το  χάδι  της  νύχτας

Εδώ , γύρω  και  παραπέρα ,
μια  αίσθηση  φθοράς
και  η  ζωή  μας , 
μια  αιωρούμενη  δίψα .

  
Αθήνα ,  Νοέμβριος  1976
--------------------------------------------------------  

 

Εμείς . . .
-------------------------------------

Εμείς  που  θελήσαμε 
να  πλάσουμε  μια  καινούργια  ζωή 
σε  φθαρμένα  καλούπια ,
δεμένοι  σε  σχήματα  νεκρά
και  προστάγματα  του  περασμένου  αιώνα ,
προσμένοντας  ένα  έλεος  που  δε  θα ’ρθει ,
πως  γίναμε  θεατές  της  ζωής  μας  ;

Κι’ όμως  αρχίσαμε  καλύτερα  
Εμείς , με  τη  στρογγυλή  σφραγίδα 
στο  μέτωπο  μας
–  που  μ’ όλο  το  πέρασμα  του  χρόνου  λένε 
πως  μπορείς  ακόμα  να  δείς  τα  σημάδια  της –
όταν  ηχούσαν  τα  μεγάφωνα 
κι’ έπαιζαν  οι  φιλαρμονικές ,
στη  μικρή  πλατεία 
που  μέρες  ολόκληρες , χρόνια  ολόκληρα ,
ξόδεψε  τη  ζωή  μας , 
αγγίξαμε  το  κύμα  στον  άγριο  βράχο ,
αγγίξαμε  τ’ όνειρο  μέσα  στο  πάθος ,
στο  πάθος  μιας , που  μας  άξιζε , ζωής 



Αθήνα  ,  1977
---------------------------------- 


 Γέφυρες . . .
-----------------------------------------------


Στις  ακτές  της  Σικελίας , ένα  όνειρο ,
στις  ακτές  της  πατρίδας , μια  θλίψη
κι’ εμείς  τα  στηρίγματα  μιας  γέφυρας
φτιαγμένης  με  τόση  στοργή , 
ν’ αναζητούμε

Οι  μορφές  που  μας  συνώδεψαν
απ’ το  λιμάνι  της  Πάτρας
ως  τις  ακρογιαλιές  της  Χάρυβδης ,
ήταν  οι  ίδιες  που  γνωρίσαμε  στις  Συρακούσες ,
την  ώρα  που  το  ηλιοβασίλεμα  αγκάλιαζε
μιας  περασμένης  εποχής 
πέτρες  και  τάφους
  
Και  στα  μικρά  μας  ταξίδια
με  τους  χάρτες  στα  χέρια ,
ανάμεσα  σε  συντρίμμια  και  χαλασιές ,
αυτό  που  πλανιόταν  στον  αγέρα
σαν  ρυθμός , σαν  σιωπή ,
ήταν το σφίξιμο των χειλιών σου στην  ακρογιαλιά,
την  ώρα  που  έπεφτε  το  βράδυ
κι’ οι  δυο  ψαράδες  μας  έφερναν
σε  παλιούς  καιρούς  τραγουδώντας

Και  στο  γυρισμό ,
φορτωμένοι  με  σύντομες  μνήμες ,
απόηχους  άφθαρτους 
παλιάς  εποχής ,
ανταλλάξαμε  τη  λάβα  του  νεκρού  ηφαιστείου
με  τα  γαλάζια  παράθυρα 
μιας  νέας  ζωής  

 Σικελία - Αθήνα ,  1977
----------------------------------------------

 


Το  σπίτι  του  κόσμου
-----------------------------------------------------


Είν’ ένα  σπίτι  στη  μέση  ενός  λόφου
γεμάτου  μ’ έλατα  και  πεύκα ,
αριστερά  του  δρόμου  σαν  κατεβαίνεις ,
μ’ ένα  μοναδικό  παράθυρο
και  μια  μικρή  κουρτίνα  στο  κάθε  του  φύλλο

Είδα  σήμερα  τη  μια  κουρτίνα  να  γέρνει
κι’ ένα  πρόσωπο  να  φαίνεται  στο  σκοτάδι
και  σκέφτηκα  πόσο  λίγο  θα  μας  εκτιμούσε
αυτός  ο  άνθρωπος ,
κάθε  φορά  που  μας  έβλεπε
να  κλέβουμε  ένα  κομμάτι  άσφαλτο
ο  ένας  απ’ τον  άλλο


Σ’ ένα  τέτοιο  σπίτι ,
στη  μέση  ενός  λόφου
γεμάτου  μ’ έλατα  και  πεύκα ,
μικρό  όσο  να  χωράει  ένα  κρεβάτι ,
μια  λάμπα  κι’ ένα  τραπέζι ,
πίσω  απ’ το  μοναδικό  του  παράθυρο
θα’θελα  να  ζήσω ,
τραβώντας  την  κουρτίνα 
για  να  βάλω  όλο  τον  κόσμο  μέσα  του
και  κλείνοντας  την 
για  να’μαι  τόσο  ευτυχισμένος  

     Αθήνα  ,  1977
------------------------------------

 

Απόδραση
--------------------------------------------------

Πόσο  μπορείς  να  φύγεις  ακόμα
Μέχρι  να  χαθεί  και  η  τελευταία  βάρκα
του  μικρού  λιμανιού ,
μέχρι  να γίνει  μαύρο  το γαλάζιο  της  θάλασσας ,
μέχρι  το  σούρουπο  να  θαμπώσει  τους  λόφους
και  να  γίνουν  σωροί  από  αστέρια  της  γης 
οι  μικρές  πολιτείες

Πόσο  σου  μένει  να  φύγεις  ακόμα
Μέχρι  να  χαθεί  το  σφίξιμο  των  χειλιών  σου 
στην  καταχνιά ,
μέχρι  να  γεμίσει  ουρανό  όλος  ο  κόσμος ,
μέχρι  να  μείνει  η  αυγή  η  στερνή  συντροφιά
και  να  γίνουν  σημάδια  ζωής 
οι  ξεχασμένες  στιγμές  σου  

 Αθήνα ,  1978
--------------------------------

 

Νόστιμον  ήμαρ
---------------------------------------------------
  

Ετσι  ξαφνικά , χάσαμε  τις  ρίζες  μας
Ξυπνώντας  ένα  πρωΐ ,
ανάμεσα  στην  καινούργια  πραγματικότητα
και  στ’ όνειρο  της  χαμένης  πραγματικότητας ,
ταξιδέψαμε  κατά  το  Νοτιά ,
προσκυνητές  ακούσιοι  μιας  εποχής
που  σωριάζεται  μέσα  μας

Ετσι  ξαφνικά ,
σαν  τη  βοή  ενός  απάνεμου  λιμανιού ,
σαν  τον  ήχο  φλογέρας  αφημένης  από  χρόνια ,
στο  γέρμα  ενός  κουρασμένου  δειλινού ,
τα  κουρασμένα  μας  βήματα 
μας  έφεραν  πίσω
  
Κι’ ήταν  στο  σκοτάδι , στη  γωνιά ,
μια  ζωή  που  έπαλλε  με  σχήματα  δικά  της ,
σχήματα  που  δεν  τα  καταλάβαμε  ποτέ ,
μα  γέμιζαν  με  ήχους  τον  αγέρα ,
ακίνητη , κλειστή  σαν  εκκλησιά
και  στ’ άλλο  δωμάτιο  πιο  πέρα ,
ίσκιος  μακρόχρονος  μιας  λησμονιάς
που  μας  πλησίαζε  δύσκολα

Ετσι  ξαφνικά ,
βρήκαμε  το  δρόμο  του  γυρισμού ,
σε  μια  νύχτα  που  έπεφτε  σαν  ηλιαχτίδα 
στη  ζωή  μας ,
δειλά , με το  χάραμα ενός  καινούργιου  πρωϊνού ,
τα  σφάλματα  θα  μας  ενώναν 
σε  μια  γλυκειά  κατανόηση

Μα  έφερε  βροχές  κι’ αστραποβρόντια  ο  καιρός
κι’ έγινε  η  κατανόηση  ανήμπορη  ν’ αλλάξει
μια  ιστορία  που  δε  θέλησε  ο  Θεός
μα  άνθρωποι  την  είχανε  χαράξει ,
για  να  μείνει  στο  τέλος  ο  λυγμός
  
Ο  λυγμός  που  με  φέρνει 
σαν  γέφυρα  πίσω ,
σ’ εποχές  ξεχασμένες  γλυκειές ,
ο  λυγμός  που  σκοτώνει 
ό,τι  θέλω  να  ζήσω ,
με  καινούργια  μαχαίρια  του  χθες  

 Αθήνα ,  1978
------------------------------------

 

Η  ζωή  μας
----------------------------------------------


Κάθε  μέρα  μου  λες 
τα  καινούργια  παράπονα ,
κάθε  ώρα  μου  δείχνεις
κι’ ένα  καινούργιο  σου  δάκρυ ,
τα  χρόνια  περάσαν  μου  λες 
κι’ όμως  μείναμε , 
εμείς  κι’ η  ζωή  μας 
στην  άκρη

Οι  καινούργιες  μέρες  λιγόστεψαν
κι’ οι  ώρες  κυλούν  σαν  αδράχτι ,
τα  χρόνια  περάσαν  μου  λες
κι’ όμως  μείναμε ,
εμείς  κι’ η  ζωή  μας 
στην  άκρη

Οι  γνωστοί  μας  – θυμάσαι – προχώρησαν
κι’ οι  έσχατοι  εγένοντο  πρώτοι ,
τα  χρόνια  περάσαν  μου  λες
κι’ όμως  μείναμε ,
κλειστοί  στης  ζωής  μας  την  κόχη

Μα  δεν  είναι  άκρη  τ’ αγκάλιασμα
του  ηλιόλουστου  πρώτου  ονείρου ,
τα  χρόνια  περάσαν 
κυνηγώντας  τη  δόξα  του ,
στα  κιτρινισμένα  βιβλία  του  μύθου

Δεν  είναι  κόχη  της  ζωής  το  φτερούγισμα
στο  διάβα  αξέχαστων  χρόνων ,
τα  χρόνια  που  περάσαν
μας  άφησαν ,
συντροφιά  με  τις  τύψεις  αιώνων  
  
Αθήνα  ,  1979
--------------------------------------

 

 
                   


                   

1 comment:

  1. Ομορφη ποίηση, σφύζουσα στο ξεπέταγμά της από λυρισμό, στοχαστική στην ωρίμανση. Πλούσια σε εικόνες, σε εκφραστικούς τρόπους και νοητικα σχήματα. Ιδιαίτερα ξεχώρισα τα δίγλωσσα! Φαντάζομαι ότι οι επόμενες συλλογές θα είναι ακόμη πιο άρτιες. Ανυπομονώ!
    Συγχαρητήρια Ιερόθεε!

    ReplyDelete