My photo
" Ένας άνθρωπος πράττει το καθήκον του εις πείσμα των συνεπειών επί του ατόμου του - εις πείσμα των εμποδίων , των κινδύνων και των πιέσεων - και αυτό αποτελεί τη βάση της ανθρώπινης ηθικής " Winston Churchill - John Kennedy

Monday, July 22, 2013

" Ρανίδες Ψυχής " Ποιήματα 1980 - 2009






ΙΕΡΟΘΕΟΣ   Κ.   ΣΠΑΝΟΣ











 Ρ α ν ί δ ε ς   Ψ υ χής







Π ο ι ή μ α τ α








1980      -  2009









Ρόδος  ,  2009





Π ρ ό λ ο γ ο ς




Πιστεύω  ότι  η  ψυχή  είναι  σαν  το  Άγιο  Φως .
Όση  κι αν  δίνεις  δε  λιγοστεύει .
Αντίθετα  νοιώθεις  την  ίδια  ικανοποίηση  σαν  ν’ ανάβεις  το  κερί  του  διπλανού  σου  τη  βραδιά  της  Ανάστασης .
Κι  όπως  μια  ελάχιστη  και  ταπεινή  φλόγα  είναι ικανή  να  γίνει  πυρκαγιά  εξιλέωσης  ή  εξαγνισμού , έτσι  και  μικρές  μόνο  ρανίδες  ψυχής  μπορούν  να  μας  κάνουν  καλύτερους  οδοιπόρους .

Τα  ποιήματα  που  περιλαμβάνει  αυτή  η  συλλογή  καλύπτουν  3  δεκαετίες , τα  χρόνια  της  “ ακμής ” , τα  χρόνια  της  ολοκλήρωσης  , επομένως  δεν  δικαιούνται  να  τύχουν  μεγάλης  επιείκιας .
  
Το  μόνο  ίσως  δικαίωμα  που  έχουν  είναι  να  ζητήσουν  την  κατανόηση  σας γιατί  γράφτηκαν  στα  χρόνια  της  έντονης  επαγγελματικής  και  επιστημονικής  δραστηριότητας , γι’ αυτό  άλλωστε  είναι  λιγότερα  σε  αριθμό  σε  αναλογία  με  τη  χρονική  τους  περίοδο  .

Αν  αληθεύει  ότι  ο  λόγος  είναι  σπόρος  που  ποτέ  δεν  χάνεται  αλλά  έστω  και  αργά  γονιμοποιεί  τη  ζωή  μας  ,  οι   “ Ρανίδες  Ψυχής ”  ευγενικά  σας  ζητάνε  να  μην  τις αφήσετε  έξω , στην  παγωνιά  .




1 9 8 0  -  1 9 8 9 




Να   ξεχνάς   αν   μπορείς
----------------------------------------------------



Να  ξεχνάς  αν  μπορείς 
στο  λεπτό  όταν  πρέπει ,
να  μένεις  ορθός , γελαστός  στη  βροχή ,
οι  μέρες  που  φεύγουν 
κανείς  δεν  το  ξέρει ,
κανείς  δεν  το  νοιώθει 
πως  μικραίνουν  τη  γη


Να  ξεχάσεις  στιγμές 
αγιασμένες  στο  μόχθο ,
στον  ιδρώτα , στ’ αγκάλιασμα ,
στη  γλυκειά  μουσική ,
να  τις  κάνεις  πληγές 
να  πληγώνουν  το  χρόνο ,
να  σου δίνουνε  πόνο ,
να  σου  δίνουν  ζωή


Να  περνάνε  τα  χρόνια
και  να  μένεις  μονάχος ,
ασκητής , νοσταλγός , ταπεινός  νηστευτής ,
να  σηκώνεις  στους  ώμους 
των  ανθρώπων  το  άγος ,
ν’ ανοίγεις  τα  χέρια ,                                                                                            
να  σου  φεύγει  η  ζωή
                


Τις  νύχτες  να  γέρνουν
στοργικό  προσκεφάλι
ακοίμητες  μνήμες , σημάδια  του  χθες
που θα τις  πάρει  της  αυγής  το  τρελλό  μαϊστράλι
και  θα  μείνουνε  πάλι 
οι  ώρες  γυμνές



Ενας  ήλιος  να  λάμπει 
στα  βήματα  όλα ,
στον  αγώνα , στο  μόχθο ,
στις  μικρές  προσευχές ,
κι’ όταν  φεύγουν  οι  φίλοι  να  μυρίζει  το  χώμα
και  να  λες  όλα  μοιάζουν 
σαν  να ’τανε  χθες .                                   


                   Αθήνα – Πύργος  ,  31  Ιανουαρίου  1980
----------------------------------------------------------




Θα  ξημερώσει  μια  μέρα
-----------------------------------------------------



Θέλεις  δε  θέλεις
κι’ αυτή  η  ώρα  θα  φύγει
κι’ ο  ήλιος  θ’ ανέβει  έστω  κι’ αργά ,
θέλεις  δε  θέλεις
κι’ αυτή  η  μέρα  θα  σβήσει
του  χρόνου  τον  πόνο  στη  λησμονιά


Θα  ξημερώσει  μια  μέρα
καινούργια  σαν  άστρο ,
κλειστή  σαν  το  κάστρο
απόρθητης  γης
κι’ οι  φωνές  της αγάπης  θ’αντηχούν στον αγέρα ,
σαν  ήχος  φλογέρας ,
σαν  ήχος  ζωής

  
Μα  θέλεις  δε  θέλεις
θα  κυλήσουν  τα  χρόνια
κι’ οι  μνήμες  θα  μείνουν  μόνος  εχθρός ,
να  γυρνάνε  συχνά  σαν  βουβά  χελιδόνια ,
δίχως  της  Ανοιξης  τον  ερχομό . 


                                                             Ρόδος  ,  1982
--------------------------
 














Μάνα
--------------------------------


Μάνα  μου , μ’ αγάπησες
κι’ η  αγάπη  σου  μούδινε 
σκοπό  στη  ζωή  μου ,
Μάνα  μου , σ’ αγάπησα
κι’ η  αγάπη  μου  σούδινε
μόνο  καϋμό


Τα  χρόνια  που  πέρασαν
κυνηγούσαμε  πάντα
την  ημέρα  που  θα ’μασταν
και  πάλι  όπως  πριν ,
όπως  πριν  που  με  κρατούσες
αγκαλιά  ή  απ’ το  χέρι
και  φωτεινή  σαν  αστέρι
μ’ οδηγούσες  εσύ


Τη  ζωή  μας  ξοδέψαμε 
τόσα  χρόνια  μακρυά  σου
μα  εκείνη  τη  μέρα  γυρεύαμε  κι’ οι  δυό ,
που  θα ’ρχόταν  σαν  άνεμος 
δροσερός  στο  λιβάδι
και  στης  ζωής  μας  το  βράδυ
θα ’φερνε  φως


Θα ’μασταν  και  πάλι , αγκαλιά  όπως  πρώτα
κι’ έξω  θε’ να ’τανε  χειμώνας  βαρύς ,
για  ζεστασιά  θα  μας  έφταναν
μόνο  δυο  φώτα ,
τα  φώτα  απ’ τα  μάτια  σου
κι’ άλλος  κανείς


Να , ο  Πατέρας  μας  γύρισε
κουρασμένος  κι’ απόψε ,
επιτέλους  τον  πρόλαβα  πριν  κοιμηθώ ,
είμαστε  τέσσερις  τώρα  το  καρβέλι  μας  κόψε ,
την  αγάπη  σου  μοίρασε
για  να  λυτρωθώ


Το  πρωΐ  θα  προσμένω 
τ’ αχνιστό  μου  το  γάλα
– ο  καφές  είναι  για  μεγάλα  παιδιά –
αγκάλιασε  με  τώρα  γιατί  σε  λίγο  θα  λέμε
ας  ήμασταν  πάλι  όπως  παλιά


Μα  μόλις  τώρα  μου  είπαν 
πως  φεύγεις  για  πάντα
και που θα βρούμε τη μέρα  που  γυρεύαμ’ οι  δυο ,
πως  θα  φέρεις  και  πάλι  γλυκό  σαν  ανάμα
τ’ απαλό  σου  το  χέρι
στο  δικό  μου  καρπό ;

Διαβαίνεις  τώρα  έξω  απ’ το  χρόνο ,
μακρυά  απ’ την  οδύνη  της  γης ,
συντροφιά  με  τα  μικρά  χελιδόνια
που  στο  γέρμα  μιας  κουρασμένης  ζωής
την  Ανοιξη  παίρνουν  μακρυά  μας
για  να ’χεις  μυροφόρο  εσύ
το  διάβα  σου  στην  ήρεμη  λίμνη ,
με  την  αιώνια  δροσιά  της  αυγής


Μα  η  μορφή  σου  θα  μείνει  κοντά  μας
σαν  αγάπης  πνοή  δροσερή ,
σαν  αύρα  ευτυχίας  απ’ τα  όμορφα  χρόνια ,
σαν  ζεστή  αγκαλιά 
στο  παγωμένο  κορμί


Και  θα ’ναι  όλες  οι  μέρες
σαν  αυτή  που  γυρεύαμ’ οι  δυο ,
δίχως  φράχτες  στη  δική  μας  αγάπη ,
χωρίς  κανένα  ποτέ  χωρισμό ,
θα ’μαστε  ενωμένοι  για  πάντα
με  τα  αιώνια  δεσμά  μιας  ψυχής
που  πλεγμένα  πάνω  από  έναν  ανύποπτο  κόσμο ,
δε  θα  μπορέσει  να  λύσει  κανείς .


 Ρόδος  ,  Μάρτιος   1984
--------------------------------------




Προσευχή
-----------------------------------



Ηλιαχτίδες  σταλμένες  απ’ τ’ άγιο  Σου  χέρι
ανοίγουν  μπροστά  μας  δρόμους  χαράς ,
η  ευλογία  Σου  φέρνει  κοντά  μας  τ’ αστέρι ,
στην  ανέσπερη  νύχτα  της  μοναξιάς


Οι  ώμοι  μας  γέρνουν  στα  ψηλά  σκαλοπάτια ,
ανήμποροι  νόμοι  δεμένοι  στη  γη ,
με  το  βλέμμα  Σου  φέρνεις  φωτιές  στα  παλάτια
και  γεμίζει  η  ζωή  μας  δική  Σου  πνοή


Λιμνάζουν  οι  πόθοι  στις  γωνιές  της  ψυχής  μας,
αδύναμοι  φάροι  με  φώτα  απ’ το χθες ,
απλώνεις  το  φως  Σου  κι’ ανθίζει  η  ζωή  μας
και  γίνεται  πάλι  όπως  την  θες

  
Μέχρι  την  ώρα  που  θα  βρεθούμε  κοντά  Σου
απάλυνε  Θεέ  μου  τις  πληγές  της  ψυχής ,
μην  κλείσεις  στα  παιδιά  σου
τους  κρουνούς  της  αγάπης ,
δική  μας  η  μοίρα , δική  Σου  η  γη ,


δικό  μας  το  όνειρο , δική  μας  η  ελπίδα ,
δική  Σου  η  δόξα  της  χαραυγής ,
μέχρι  την  ώρα  που  θα  βρεθούμε  κοντά  Σου
απάλυνε  Θεέ  μου  τις  πληγές  της  ψυχής .

  
                                        Ρόδος  ,  10  Ιουλίου  1987
-----------------------------------------



1 9 9 0  -  1 9 9 9




Σ’ ευχαριστώ
--------------------------------------



Σ’ ευχαριστώ  που  κάθε  πρωΐ
φέρνεις  το  φως  στη  ζωή  μας ,
Σ’ ευχαριστώ  που τα  βράδυα
το  παίρνεις  μακρυά ,
Σ’ ευχαριστώ  που  ανθίζεις 
τα  κρίνα  στην  αυλή  μας ,
Σ’ ευχαριστώ  που  γεμίζεις 
με  νότες  τη  βραδυά


Σ’ ευχαριστώ  που  αντέχεις 
όλο  το  μίσος ,
Σ’ ευχαριστώ  που  το  γυρίζεις
σαν  αγάπη  σε  μας ,
Σ’ ευχαριστώ  που  μας  χαρίζεις 
το  ανέπαφο  ρίγος ,
Σ’ ευχαριστώ  που  πιστεύεις 
ακόμα  σε  μας .

                                                           
Ρόδος  ,  1990
-------------------------



Χριστούγεννα  1992
-----------------------------------------------------------------


Βλέπω  και  πάλι 
μια  πολιτεία  λουσμένη  στα  φώτα ,
που  όσο  κι’ αν  πέρασαν  30  χρόνια ,
στενάζει  ακόμα  στο  όνειρο
μιας  ανταύγειας  μεγαλύτερης
απ’ τ’ αστέρια  σου ,
Κύριε .

                                                        Ρόδος  ,  1992
-------------------------


 Εκεί . . . 
-----------------------------------

Εκεί  να  χαθείς ,
στα αραιά φυλλώματα των  δένδρων  το  σούρουπο
που  αφήνουν  τα  χρώματα
να  περνούν  ανάμεσα  τους ,
προβάλλοντας  στον  ορίζοντα 
μια  λυγερή  κορμοστασιά  περηφάνιας

Εκεί  να  ξαποστάσεις ,
στο  πεζούλι της  αυλής  ενός  λευκού  ξωκλησιού ,
πλάϊ  στα  κυπαρίσσια 
που  στεφανώνουν  το  γέρμα  μιας  μέρας ,
πληγωμένης  απ’ την  ηχώ  της  βοής 
άδικα  λησμονημένων  ανθρώπων

  
Εκεί  να  θυμηθείς ,
τις  φωτιές  που  ανάψαμε  μάταια  στη  γη ,
τις  πολύχρωμες  ελπίδες  την  αυγή ,
στην  αυγή  των  ονείρων  μας .
                                
  Ρόδος  ,  26  Σεπτεμβρίου  1993
------------------------------------------------- 


Μορφές  παρακμής
------------------------------------------------

Πρέπει  να  φύγουμε  από ’δω ,
μακρυά  απ’ τις  μορφές 
και  τα  σχήματα  της  παρακμής ,
όσο  είναι  ακόμα  καιρός ,
όσο  το  σκάφος  μας  αντέχει  ακόμα 
στην  καταιγίδα
  
Τυλίξαμε  τη  ψυχή  μας
στο  γαλάζιο  πέπλο  μιας  νηνεμίας  πλασματικής ,
ανταλλάσσοντας  το  θόρυβο  της  γης
με  την  ανατομία  της  απελπισίας

Πρέπει  να  φύγουμε  από ’δω ,
όσο  μας  μένει  ακόμα ,
λίγη  καρδιά  ν’ αγαπήσουμε ,
λίγη  ψυχή  για  ν’ αντέξουμε ,
λίγη  πίστη  για  να  μπορέσουμε
να  φύγουμε  από ’δω .
  
                       
                                                                                        Ρόδος  ,  23  Ιουλίου  1994
------------------------------------------

 Έλα . . .
---------------------------------------

Ελα , κοιμήσου
στην  άκρη  της  σκέψης ,
στην  άκρη  της  μνήμης ,
στη  μοναξιά
  
Ελα , θυμήσου
το  δάκρυ  που  στέκει ,
το  δάκρυ  της  γνώσης ,
της  ερημιάς

Ελα  στο  γέρμα 
του  κορμιού  και  της  πέτρας ,
στην  όχθη  μιας  λίμνης  παντοτινής ,
έλα  στο  χάραμα  μιας  όμορφης  μέρας ,
άνθος  ανέγγιχτο  γλυκειάς  εποχής .  
                       
          Ρόδος  ,  14   Μαρτίου  1995
--------------------------------------------------------


Εν  ερημίαις . . . 
-----------------------------------------------------

Πόσο  θ’ αντέξεις  ακόμα ,
στο  λαμπάδιασμα  των  μικρών  σου  ονείρων ,
στο  κυμάτισμα  των  μεγάλων  ελπίδων
στ’ απόνερα  της  γής  ;

Στων  ερήμων  το  ανέπαφο  δέος ,
στης  επαφής  μας  το  ανεξόφλητο  χρέος ,
στων  καιρών  τη  γλυκειά  παρακμή
που  χρωματίζει  με  νύχτα  την  αυγή

Στων  σπηλαίων  το  απρόσιτο  βάθος ,
στων  ματιών  σου  το  ανείπωτο  πάθος
που  ποτίζει  της  ζωής  μας  το  λάθος
και  ανθίζει  στις  τρύπες  της  γης

Ιδού  εμείς ,
πλανώμενοι  και  πλανημένοι ,
“ εν  ερημίαις  και  όρεσι  και  σπηλαίοις 
και  ταις  οπαίς  της  γης ” *,
με  μια  φούχτα  γαλάζιο  φως  που  προσμένει
στο  ουράνιο  τόξο  μιας  αλήθειας  να  ενωθεί

Ιδού  εμείς ,
στο  τέλος  του  αιώνα ,
στην  άκρη  του  χρόνου , της  εποχής ,
τριφύλλι  ολόδροσο  στημένου  αγώνα ,
τροφή  απροσδόκητη  καινούργιας  φυλής .

 *  Προς  Εβραίους  Επιστολή  Απ. Παύλου , κεφ. ΙΑ΄, 38
Ρόδος  ,  18  Μαρτίου  1995
--------------------------------------------

Περιστέρι
----------------------------------------

Πετάς  απ’ τα  χέρια  μου  σαν  περιστέρι                        
και  παίρνεις  μαζί  σου  την  ομορφιά ,
παίρνεις  μαζί  σου  το  καλοκαίρι
και  μένει  σε  μένα  η  καταχνιά
  
Ονείρου  θρόïσμα  το  πέρασμα  σου ,
ψυχής  αναρρίπισμα  αλαργινό ,
γεμίζεις  φως  τη  μοναξιά  μου
και  γίνεται  αυγή  το  δειλινό
  
Είθε  του  Θεού  το  πάναγνο  χέρι
μακρυά  να  σε  φέρει 
μεσ’ τη  ζωή ,
δυνατή  και  πανώρια  σαν  περιστέρι
τη  χαρά  να  προσφέρεις 
κάθε  στιγμή .                                
                                      Ρόδος  ,  Ιούλιος  1995
-------------------------------------



Από   μακρυά
------------------------------------------
  

Από  μακρυά
βλεπω  τη  ζωή  μου  να  προχωρεί
κατά  ’κεί  που  της  άνοιξα  το  δρόμο ,
κατά  ’κεί  που  την  έσπρωξα  με  πόνο ,
με  μόχθο  κι’ ηδονή

Από  μακρυά ,
σαν  παράνομος  θεατής ,
σαν  παιδί  που  πήδηξε  τη  μάντρα
σ’ ένα  θερινό  σινεμά ,
μελετώ  την  οδύνη  του  ρόλου
και  της  χειρονομίας ,
τη  μάταιη  αγωνία  της  απληστίας ,
τη  βέβαιη  της  μέρας  επώδυνη  χαραυγή .                                                                                                                                                    


                                                                                                                                                                                                                       Ρόδος  ,  16   Μαρτίου  1996
                                                                   -------------------------------------------- 


Πυρετός
------------------------------------

Κάθε  που  ανεβαίνει  στο  μυαλό  μου  ο  πυρετός
κατεβαίνω  κι’ αγναντεύω  τη  θάλασσα
  
Πάνω  στ’ αφρισμένο  της  πέπλο
μελετώ  τα  χρόνια  που  φύγαν ,
τα  χρόνια  που  έρχονται ,
τ’ άπιαστα  χρόνια

Ταξιδεύω  μαζί  της  ολημερίς
ψηλαφώντας  την  οργή  της ,
ανάμεσα  στις  καμπύλες  της  γης ,
πάνω  στις  πληγές  μιας  ζωής ,
πληγές  π’ αγαπήσαμε .    
                                                                                                                                                    
                                                                                             Ρόδος  ,  Απρίλιος  1996
                                                                                ----------------------------------------- 


Νοσταλγία
---------------------------------------
 

Είναι  στιγμές  που  ζητάς  να  ξαναρχίσεις
κι’ η  λαχτάρα  σου  γεμίζει  την  καρδιά ,
τα  χρόνια  τα  παλιά  πάλι  να  ζήσεις ,
να  γυρίσεις  στη  γαλήνη  μιας  νυχτιάς ,

που  τ’ αστέρια  φώτιζαν  την  πλάση
και  γλύκαινε  της  μέρας  ο  στεναγμός ,
στο  πεζούλι  ξεχνιόντουσαν  τα  λάθη
και  φάνταζε  ο  κόσμος  πιο  μικρός

Η  φωτιά  ωρίμαζε  τη  νιότη
και  πυρπολούσε  της  ψυχής  τη  μοναξιά ,
το  πρωΐ  ξεκίναγε  η  αγάπη
και  χανότανε  σε  άλλη  αγκαλιά

Απλωναν  τα  δίχτυα  οι  λογισμοί  μας
και  το  πέλαγος  γινόταν  γειτονιά ,
τα  ταξίδια  μίκραιναν  τη  γη  μας
και  χώραγε  στη  στάμνα  της  γιαγιάς .

 Ρόδος  ,  18  Μαΐου  1997
-------------------------------------------

Αντί - λογος
----------------------------------------

Αστείρευτα  χρόνια
απαλά  σαν  το  χάδι ,
φτωχά  σαν  το  λάδι
μικρού  καντηλιού

Αέρινες  λέξεις
απαλές  σαν  μετάξι , 
φτωχές  σαν  “εντάξει ”
καινούργιου  σχολειού

Αγονες  σκέψεις
απαλές  σαν  πλημμύρα ,
φτωχές  σαν  αρμύρα
γλυκού  ποταμιού



Ρόδος  ,  1998
----------------------------

Απολογισμός
---------------------------------------
  

Αποσυντίθεμαι 
στην  ακινησία  του  χρόνου
επιπλέοντας  πάνω  απ’ το  χθες ,
συναρμολογούμαι
στις βέβηλες διακοπές της  σιωπής
και  ανασυνθέτω  τα  σκόρπια  μου  μέλη

Μακρυά απ’ την προσβολή του φωτός
και των ήχων,
αιωρούμαι  στους  απόμακρους
της  νύχτας  ρυθμούς ,
προστατεύω  τη  μαγεία 
της  αυριανής  χαραυγής
και  ανατρέφω  την  πρόκληση 
της  επίμονης  μνήμης
  
Αποσύρομαι
από  την ευτέλεια  του  καθημερινού  λογισμού ,
αρνούμενος  τον  παραλογισμό  των  νοουμένων ,
συστρατεύω  ακτίνες  απ’ το  αρχέγονο  φως
και  αναδεύω  το  ρίγος 
της  αρχικής  γοητείας

Πάνω  από  τα  σήμαντρα
του  χρόνου  και  της  εξάρτησης,
ψηλαφώ 
των  εφηβικών  προθέσεων  την  ευγένεια ,
απολογούμαι
για  τη  δυσαναλογία  του  αποτελέσματος
και  αναρριπίζω
τα  πληγωμένα  φτερά  του  οράματος

Αναδύομαι 
από  την  τέφρα  της  παρακμής ,
αποσείοντας  την  αυταρέσκεια  των  κεκτημένων ,
αποσπώ  απ’ τη  λήθη  τους  εχθρούς  της  φθοράς
και  υφαίνω  τον  καινούργιο  χιτώνα 
του  πεπρωμένου

Εξω  απ’ τη  θαλπωρή
των  σειρήνων  της  αφομοίωσης ,
αντιστέκομαι 
στην  ηδονή  της  ομοιομορφίας ,
περιπλανώμαι 
στην  παράπλευρη  κυκλοφορία  της  διαφοράς
και  αποτρέπω
την  απειλούμενη  διαστροφή  του  ονείρου

Αναβαπτίζομαι 
στη  διαύγεια  ενός  ηλιόλουστου  πρωϊνού ,
συμμετέχοντας  στον  οργασμό  των  μελλουμένων,
ανιχνεύω  “το  πάθος  που  ντύνει  τους  θνητούς
με  αφθαρσίας  ευπρέπειαν ” *
και  αναπέμπω  τη  διωκόμενη  δέηση 
της  πρωτόπλαστης  αγωνίας .

                                             
Ωδή  Ζ΄ Κυριακής  του  Πάσχα
                         Ρόδος  ,  18  Μαρτίου  1999
---------------------------------------------


                     Ακόμα  τούτη  η  Ανοιξη ,
                     ακόμα  λίγο  φως
                     στα  ξεχασμένα  λιβάδια ,
                     στο  βλέμμα  λίγο  χάδι
                     της  ανθισμένης  αμυγδαλιάς .
  
                                       Ρόδος  ,   Μάϊος   1999
--------------------------------------


         Στο  γέρμα  αυτού  του  κόκκινου  ήλιου
         απόθεσα  τη  ψυχή  μου ,
         βασανισμένη  απ’ των  ανθρώπων  τη  δίνη ,
         τυραννισμένη  απ’ της  γης  την  οδύνη ,
         μα  ξαφνικά  λυτρωμένη
         στο  καινούργιο  ηλιοβασίλεμα .

Ρόδος  ,   2   Ιουλίου   1999
---------------------------------------------


Δέος  καλοκαιριού
----------------------------------------------------

Φοβάμαι  πριν  αρχίσει
μήπως  τελειώσει  αυτό  το  καλοκαίρι
Φοβάμαι  πως  κυτάζοντας  πίσω
θ’ αναπολώ
το  καλοκαίρι  που  πέρασε ,
τις  ξένοιαστες  διακοπές  που  χάθηκαν

Ετσι  όπως  περιμένουμε  στο  σταθμό ,
αμφίβολοι  επιβάτες ,
με  λαχτάρα  να ’ρθει  το  τραίνο
και  μετά  το  βλέπουμε  να  χάνεται 
στην  άκρη  της  σήραγγας
κι’ εμείς  μένουμε  ’κεί ,
με  τη  γεύση  της  ηδονής
του  αναπότρεπτα  χαμένου .

Ρόδος  ,   22   Ιουλίου   1999
---------------------------------------------


2 0 0 0  -  2 0 0 9

Ελεύθερο   κύμα
--------------------------------------------------

Στη  ράχη  του  ελεύθερου  κύματος
εμπιστεύτηκα  τη  ψυχή  μου

Κι’ αυτή  ταξιδεύει  στα  πέλαγα ,
σε  μακρινές  πολιτείες ,
γεφυρώνοντας  το  χρόνο ,
γεφυρώνοντας  τη  δίψα  της  προσμονής
με  τη  θαλπωρή  της  ανάμνησης ,
με  τη  θαλπωρή  της  εποχής
που  τα  κύματα  ήσαν  ελεύθερα .
  
Κως  ,   3   Μαρτίου   2000
--------------------------------------------

  
                  Γυρίσαμε  στ’ όνειρο
                  κι’ η μορφή  σου  απλώθηκε ,
                  σαν  διάφανο  αντιφέγγισμα
                  μικρού  λιμανιού

                   Τα  λόγια  μας  στέρεψαν
                   κι’ οι  μνήμες  περίσσεψαν ,
                   σώματα  αζήτητα
                   στην  άκρη  του  νου .                                                                       

Ρόδος  ,   20   Μαρτίου   2000
----------------------------------------------



 Μην  αποστρέψεις  . . .
-------------------------------------------------------


Στις  δύσκολες  μέρες 
τις  γεμάτες  με  μόχθο ,
στης  αγωνίας  τον  απρόσιτο  όχθο ,
στους  δύσβατους  δρόμους  του  λογισμού ,
μην  αποστρέψεις  το  πρόσωπο  σου  απ’ εμού

Στις  ακύμαντες  νύχτες
που  η  σκέψη  λιμνάζει
και  το  σήμερα  μοιάζει 
φαντασία  του  νου ,
μην  αποστρέψεις  το  πρόσωπο  σου  απ’ εμού

Στ’ αγνώμονα  χρόνια
με  τ’ αστέρια  της  θλίψης ,
με  τους  φίλους  της  πλήξης ,
στην  επώδυνη  απόφαση  του  γυρισμού ,
μην  αποστρέψεις  το  πρόσωπο  σου  απ’ εμού

Κι’ αν  ανθίσουν  οι  πέτρες
κι’ οι  μνήμες  βλαστήσουν ,
ανέγγιχτα  κρίνα 
ανέραστης  γης  
Κι’ αν  οι  ρίζες  τ’ ονείρου  γυρέψουν  το  χώμα
που  στερήθηκαν  στα  χρόνια 
της  παρακμής ,  
Όταν  τ’ αγέρι  της  νιότης  ξανά  ζωγραφίσει
το  πρόσωπο  σου
στις  αμμουδιές  του  τελικού  προορισμού ,
το  πρόσωπο  σου   
μην  αποστρέψεις  απ’ εμού .  

Ρόδος  ,   14   Σεπτεμβρίου   2000
---------------------------------------------------


Θα  μείνουμε
-----------------------------------


Θα  μείνουμε ,
στην  άκρη  της  ζωής  θα  μείνουμε ,
σαν  Ανοιξη  που  ξέχασε  να ’ρθεί

Κι’ η  θάλασσα 
θα  πνίξει  το  χαμόγελο
και  τ’ όνειρο
ποιος  από  μας  θα  ονειρευθεί ;

Ρόδος  ,   Απρίλιος   2001
----------------------------------------



Που  πάνε  τ’ ανεκπλήρωτα  όνειρα ,
που  ταξιδεύουν ;
Απροστάτευτα  στους  μαύρους  ωκεανούς ,
άστεγα  στον  κατατρεγμό  του  κόσμου ,
τα  όνειρα  που ’ταν  το  φως  μου ,
που  σεργιανούν ;

Κουράστηκαν  στον  ανάλγητο  χρόνο ,
κουράστηκαν  και  μ’ άφησαν  μόνο ,
στην  άκρη  της  γης  μαζί  με  τον  πόνο ,
τον  πόνο  της  ορφάνιας  τους .


          Ρόδος  ,  Σεπτέμβριος   2002 
                                                                           ---------------------------------------


Θυμήσου
--------------------------------------

Θυμήσου  λίγο  τις  μπουκαμβίλιες ,
το  θυμάρι , τον  αΐλαμο , τις  κληματαριές ,
τα  τραγούδια  που  άνοιγαν  όλες  τις  γκρίλιες
και  ξυπνούσαν  τις  κόκκινες  τριανταφυλλιές

Την  αγρύπνια  στης  άνοιξης  το  μεσονύχτι ,
τις  στράτες  παλίνδρομες  τις  Κυριακές ,
τα  σπλάχνα  της  θάλασσας  μέσα  στο  δίχτυ ,
τις  μικρές  κυνηγημένες  αγκαλιές

Τώρα , στην  άκρη  της  Γέφυρας
μια αόρατη καταιγίδα μας διορθώνει τα βήματα ,
μας  μαθαίνει  να  περπατάμε  απ’ την  αρχή

Τώρα , στην  άκρη  της  Γέφυρας
μια  ζωή  ανταμείβεται
με  χώμα  και  δάκρυ 
       
                                           Ρόδος  ,  Σεπτέμβριος   2003
      ---------------------------------------------



Επιστροφή
-------------------------------------

Γύρισα  πίσω ,
στην  όχθη  του  ονείρου ,
με  το  χάδι  του  ήλιου
να  ζεσταθώ

Έμεινα  μήνες , έμεινα  χρόνια ,
τις  δυνάμεις  μου  σκέπαζαν  χιόνια ,
φοβόμουν  πως  θα ’μενα  εκεί  αιώνια ,
αδύναμος  να  σηκωθώ

Μα  κάποτε  στο  σώμα  μου  φύσηξαν  πνεύμα
και  το  πνεύμα  μου  αντάριασε  τον  ουρανό ,
σαν  πυρετός  της  γης  σαν  θείο  νεύμα ,
η  ψυχή  μου  ξεπρόβαλε  απ’ το  νερό 
κι’ έγινε  δάσος , έγινε  χιόνια ,
έγινε  μόχθος  της  λησμονιάς ,
φωλιά  φιλόξενη  για  χελιδόνια ,
χρυσό  απόσταγμα  της  πυρκαγιάς

Εγινε  κάμπος  με  περιβόλια ,
έγινε  χάδι  της  χαραυγής ,
ασπίδα  αδιάτρητη  στης  γης  τα  βόλια ,
φάρος  ανέσπερος  της  προσμονής

Εγινε  θάλασσα  φουρτουνιασμένη ,
έγινε  λιμάνι  της  προσφυγιάς ,
γλυκός  αντίλαλος  για  να  προσμένει
ένα  ψιθύρισμα  παρηγοριάς

Εγινε  βράχος  στην  καταιγίδα ,
ουράνιο  τόξο  στην  ερημιά ,
ζεστό  κρυσφήγετο  για  την  ελπίδα ,
μόχθος  χωρίς  ανασεμιά ,

Μόχθος  που  απλώνεται  στην  οικουμένη ,
μόχθος  που  αγιάζει  τη  μοναξιά ,
μόχθος  να  κουβαλάω  τη  ψυχή  μου
μέσα  στης  γης  τα  απατηλά
χαρακώματα .

  Ρόδος  ,  25  Δεκεμβρίου   2003
---------------------------------------------


Ενδοσκόπηση
------------------------------------------


Θέλω  να  γείρω
στην  άκρη  μιας  μέρας ,
στην  άκρη  μιας  θάλασσας ,
στο  πουθενά

Να  μένει  η  σκέψη
αγνή  σαν  αγέρας ,
απαλή  σαν  φλογέρας
ανασεμιά

Να  διαβαίνουν  οι  μνήμες
απόμακροι  ίσκιοι ,
αέρινα  δάχτυλα  της  θαλπωρής
να  χαϊδεύουν  το  παιδί  που ’θελε  να  ζήσει
σαν  μεγάλος  στην  έρημο  της  γης

  
Να  περνάνε  οι  ώρες
ανέγγιχτος  χρόνος ,
ανέπαφος  πόνος  επιστροφής
να  λικνίζει  της  ψυχής  τον  φιλόξενο  μόχθο ,
ψιθυριστά  σαν  νανούρισμα , 
σαν  προσευχή

Τ’ αστέρια  να  ρίχνουν
χλωμές  τις  ελπίδες
σαν  υετό  ευλογίας 
σαν  προσμονή ,
στον  πρώτο  ήλιο  να  λάμπουν
της  ψυχής  οι  ρανίδες ,
θυσία  στη  δόξα 
της  χαραυγής .

Θέλω  να  γείρω
στην  άκρη  μιας  σκέψης ,
στην  άκρη  μιας  χίμαιρας ,
στο  πουθενά
να  μένει  ο  πόνος  κρυφός  ευεργέτης ,
πιστός  οφειλέτης  
παρηγοριάς

Ρόδος  ,   Μάϊος   2006
-------------------------------------


Ανέβασα  τη  ζωή  μου
Μέσα  απ’το  βαθύ  πηγάδι  το  σκοτεινό ,
χίλιες  φορές  ανέβασα  τη  ζωή  μου

Γλιστρώντας  στην  άκρη  ενός  οράματος
αλλοιωμένου  απ’ την  οργή
των  καιρών  και  των  ανθρώπων ,
ανάμεσα  σε  αρνήσεις  και  χαλασμούς
ανέβασα  τη  ζωή  μου

                                       Ρόδος  ,  Οκτώβριος   2006
------------------------------------------


Πως  μοιάζουν  οι  άνθρωποι
στις  μύτες , στα  μάτια ,
στις  κινήσεις , στα  λόγια ,
σαν  δυο  σταγόνες  ιδρώτα ,
σαν  δίδυμα  μονοωϊκά ,
όλο  και  περισσότερο 
μοιάζουν  οι  άνθρωποι
  
                                       Ρόδος  ,  Νοέμβριος   2007
-------------------------------------------


 Το  άλας  της  γης
-------------------------------------------


Στις  άκρες  των  ματιών  μου
στεγνώνει  το  δάκρυ
και  γίνεται  αλάτι ,
« άλας  της  γης »

Στις  άκρες  των  χειλιών  μου
παγώνει  το  γέλιο
και  γίνεται  θεμέλιο
υπομονής

Ασήμαντες  μέρες
ποτίζουν  τον  πόνο
αλλάζουν  τον  χρόνο 
σαν  ξωτικά

Υψώνουν  οι  μνήμες
ζεστά  καλοκαίρια
της  νιότης  αστέρια 
στην  καταχνιά

Τα  όνειρα  μένουν
κλειστά  στα  συρτάρια ,
δρόμοι  απομεινάρια
πρωτόπλαστης  γης

που  απ’ το  μέλλον  προσμένουν
πνοή  και  αχνάρια
για  όση  μας  έπρεπε
καινούργια  ζωή      

  
                                                                                                                                                                                                                                                                                    


Ρόδος  ,  Ιανουάριος   2008                      




Οι  άνθρωποι  που  αγαπήσαμε
------------------------------------------------------------------------------------

Βαραίνουν  στη  σκέψη  μου
οι  ψυχές  των  ανθρώπων  που  αγαπήσαμε
Οι  ψυχές  των  ανθρώπων  που  πέρασαν
πριν  προλάβουν  την  εξιλέωση ,
των  ανθρώπων  που  έρχονται 
μέσ’ απ’ τα  κύματα       
σαν  Αργοναύτες  αναδυόμενοι
στις  αμμουδιές  των  ονείρων  μας

Βαραίνουν  στη  σκέψη  μου
οι  μορφές  των  ανθρώπων  που  χώρεσαν
στις  μικρές  χαραμάδες  της  Άνοιξης
στα  χρόνια  τα  ποτισμένα
με  μέλι  και  όξινη  βροχή

Οι  σκιές  των  ανθρώπων  που  επιστρέφουν
τα  πρωϊνά  της  Κυριακής
στην  πλατεία  που  αγαπήσαμε
κι  έπειτα  στο  ηλιόγερμα ,
έρχονται  ξανά  σαν  αχνές  ζωγραφιές
στα  φινιστρίνια  των  πλοίων  που  ταξιδεύουμε
χρόνια  τώρα ,
αιώνες  τώρα ,
αλιμάνευτα  .
                                    
 Ρόδος  ,  Φεβρουάριος   2008
------------------------------------------------


Τα  καλοκαίρια
----------------------------------------

Εκείνα  τα  καλοκαίρια  νοσταλγώ ,
τα  εξατμιζόμενα  στην  παλλόμενη  θέρμη
της  καρδιάς  και  του  ήλιου ,
τα  αφυδατωμένα  στην  αρμύρα 
των  γνωριμιών  της  ακρογιαλιάς ,
τα  λικνίζοντα  πόθους  και  σώματα
με  μουσικές  του  ονείρου ,
τα  συνωστισμένα  σε  ζαχαροπλαστεία  και  σινεμά ,
τα  πολύβουα ,
τα  μοναχικά

Τα  εξακοντίζοντα  φως
στα  σκοτάδια  της  πλήξης ,
τα  οσμίζοντα  πάθη  και  λογισμούς ,
αφρίζοντα  κύματα  που  ξεσπάνε  στο  σήμερα ,
αιμορραγίες  της  μνήμης ,
του  στοχασμού


Ρόδος  ,  Απρίλιος   2008
----------------------------------------


Χαθήκαμε  . . .
----------------------------------------

Χαθήκαμε  πάλι ,
στα  λόγια ,  στις  έννοιες  ,  στις  παραγράφους
στα  μικρά  που  φουσκώσαμε 
σαν  παξιμάδια  στο  νερό
κι  έγιναν  βράχοι  θεριά 
που  μας  κρύβουν  τα  πρόσωπα

Χαθήκαμε ,
στις  λέξεις , στους  τόνους , στους  υπαινιγμούς
στης  νύχτας  τους  μοναχικούς  λογισμούς ,
στους  αϊλαμους  και  τ’ ασφοδίλια 
που  ποτίζαμε  χρόνια 
κι  έγιναν  κουρτίνες  βαρειές 
που  μας  κρύβουν  τα  σώματα
Χαθήκαμε  .  .  .



Ρόδος  ,  Απρίλιος   2008
-------------------------------------------


                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                         





 
         
Παντούμ
------------------------------------

Πάμε  στην  άκρη  της  ζωής  χέρι - χέρι
εκεί  που  σμίγουν  οι  μνήμες  της  γης
το  φθινόπωρο  είναι  για  μας  καλοκαίρι
ψυχή  μου  λυπήσου  το  φως  της  αυγής

Εκεί  που  σμίγουν  οι  μνήμες  της  γης
ν’ απλώναμε  κάτω  τις  λέξεις  σαν  αστέρια
ψυχή  μου  λυπήσου  το  φως  της  αυγής
ο  νους  ακονίζει  τα  παλιά  του  μαχαίρια

Ν’ απλώναμε  κάτω  τις  λέξεις  σαν  αστέρια
να  σκύψει  να  διαλέξει  ο  ουρανός
ο  νους  ακονίζει  τα  παλιά  του  μαχαίρια
στενεύει  της  παρηγόριας  ο  καιρός

Να  σκύψει  να  διαλέξει  ο  ουρανός
αστερισμούς  με  λόγια  ευγνωμοσύνης
στενεύει  της  παρηγόριας  ο  καιρός
σιμώνει  η  εποχή  της  λησμοσύνης

Αστερισμούς  με  λόγια  ευγνωμοσύνης
να  χαρίζαμε  μια  νύχτα  στα  όνειρα  μας
σιμώνει  η  εποχή  της  λησμοσύνης
πως  να  γαληνέψει  η  καρδιά  μας

Να  χαρίζαμε  μια  νύχτα  στα  όνειρα  μας
τη  δόξα  των  ανθρώπων  σ’ έν’ αστέρι
πως  να  γαληνέψει  η  καρδιά  μας
πάμε  στην  άκρη  της  ζωής  χέρι - χέρι
                                       
                                             Ρόδος  ,  Μάρτιος   2009
---------------------------------------


Ένα  νησί
-----------------------------

Έλα  σαν  δώρο  στ’ όνειρο  μου  απόψε
κι  άσ’ το  ταξίδι  να’ ναι  μακρύ ,
μη  λυπηθείς , σκύψε  και  κόψε
κομμάτια  απ’ τη  ψυχή  μου
και  δος μου ένα νησί

Να ’χει  ολόγυρα  μια  πράσινη  θάλασσα
με  μπλε  αποχρώσεις  ηλεκτρικές ,
στην  κορφή  του  τα  νιάτα  που  ακόμα  δε  χάλασα
και  τριγύρω  σπηλιές  της  αυγής  μυστικές

Να ’χει  λιβάδια  μικρά  καταπράσινα
και  βουνά  χαμηλά , γειτονεμένα ,
να  μην  κουράζονται  οι  θύμησες  στο  ηλιόγερμα ,
να  ξαποσταίνει  η  ανάσα  μας  στα  διψασμένα
χρόνια  της  άρνησης , της  προσφυγιάς

Να ’χει  ένα  ξωκλήσι  ριζωμένο  στα  βράχια
κι  ένα  μονοπάτι  για  προσευχή ,
έν’  άσπρο  πεζούλι , μπαλκόνι  στο  πέλαγο
στων  παθών  τ’ αντηλάρισμα , καταφυγή

Δυο  καφενεία  στη  ράχη  του  κύματος
με  τραπεζάκια  μικρά  στρογγυλεμένα
να  στριμώχνονται  οι ελπίδες  μας  τ’ απομεσήμερο,
να  μοιάζουν  τα  λόγια  μας  ταξιδεμένα
σε  χώρες  απόμακρες ,
λιμάνια  του  νου

Να  βασιλεύει  ο  ήλιος  μέσ’ στα  ποτήρια  μας
να  πίνεις  την  Άνοιξη  σαν  ηλιαχτίδα
ν’ ασημώνω  τα  πέλαγα  για  το  χατήρι  σου
ν’ αληθεύουν  τα  όνειρα  σαν  καταιγίδα

  
Οι  μνήμες  να  χάνονται
στο  λουλακί  το  απέραντο
σαν  ίχνη  δακρύων
γλυκειάς  προσμονής ,
τα  πάθη  διάφανα  να  εξατμίζουν  το  πέλαγο
να  γυρνάν  την  ανέμη  μας ,
να  ξαναρχίζει  η  ζωή

Κι  όπως  θα  χλωμιάζει  το  όνειρο
στο  γέρμα  της  νύχτας
κι  ό,τι  αγαπήσαμε  θ’ ανθίζει  στη  γη ,
μη  φοβηθείς , σκύψε  και  κόψε
τα  άνθη  της  νιότης  μου
και  δος  μου  ψυχή
  
                                             Ρόδος  ,  Απρίλιος   2009
-----------------------------------------



Τράβα  γραμμή
__________________________________

Εκεί  που  οι  άνθρωποι  δυσκολεύονται 
να  πουν  ευχαριστώ
και  τα  έργα  του  μόχθου  η  λήθη  σκεπάζει ,
όταν  καλείται  σε  απολογία  το  καλό
και  του  νου  η  λιακάδα  συννεφιάζει ,
τράβα  γραμμή

Εκεί  που  λιμνάζουν  οι  δίκαιοι  πόθοι
και  τα  όνειρα  βρίσκουν  αφιλόξενη  γη ,
όταν  οι  μνήμες  στερούνται  τον  ήλιο  της  νιότης
και  γίνεται  δύσκολη  η  προσευχή ,
όταν  οι  μέτριοι  σε  ψυχή  και  σε  πνεύμα
δυναστεύουν  το  ταξίδι  της  φυγής ,
πάρε  μαζί  σου  το  παιδί  της  ελπίδας
και  τράβα  γραμμή

 Ρόδος  ,  Απρίλιος   2009
----------------------------------------



Γαλάζια  μου  θάλασσα
__________________________________


Στην  άκρη  της  αφρισμένης  σου  παρειάς
αναπαύεται  η  ψυχή  μου
γαλάζια  μου  θάλασσα
  

Εκεί  που  τα  κύματα  σου
κουρασμένα  απ’ το  μεγάλο  ταξίδι  τους
αποθέτουν  τον  καϋμό  τους
υποκλίνομαι  στην  απεραντωσύνη 
της  συγγνώμης  σου
ακολουθώντας  το  νήμα  της  ζωής  μας
χιλιάδες  μέρες  πίσω ,
χιλιάδες  χρόνια  πίσω ,
πίσω  στην  πρώτη  μας  συνάντηση

 Ρόδος  ,  Μάϊος   2009
--------------------------------------


Κλείνω  τα  μάτια
--------------------------------------------

Κλείνω  τα  μάτια 
κι  απλώνεται  η  θάλασσα
απέραντη  σαν  ευγνωμοσύνη
Ψηλαφώ  τις  γαλάζιες  καμπύλες  της
ως  την  άκρη  του  ορίζοντα ,
εκεί  που  αγιάζεται  η  ζωή  μας

Κλείνω  τα  μάτια
κι  η  γη  μεγαλώνει
λιβάδι  πράσινο  σαν  παρηγοριά
Περπατώ  στα  χαμηλωμένα  βουνά
ως  την  άκρη  της  ερήμου ,
εκεί  που  αναλαμβάνεται  η  ζωή  μας

Κλείνω  τα  μάτια
κι  ομορφαίνει  ο  κόσμος
και  γίνεται  όνειρο  πρωτινού  καλοκαιριού ,
σινεμά  θερινό  στο  γέρμα  της  μέρας
ευωδιαστός  ο  αγέρας ,
ανάλαφρη  η  ψυχή

Ανοίγω  τα  μάτια
και  μικραίνει  ο  κόσμος
και  γίνεται  πλατεία  της  Κυριακής ,
έν’ αγκάλιασμα  τ’ απομεσήμερο ,
μια  προσευχή

  
Στην  απεραντωσύνη  του  λιβαδιού
και  της  θάλασσας ,
αναπαύεται  η  ψυχή  μου

Ρόδος  ,  Ιούλιος   2009
---------------------------------------



Μας  περιμένουν
---------------------------------------------

« Αν  αλαργέψει  ο  νους  σου 
πρόσεξε
η  επιστροφή  μακραίνει
και  γίνεται  η  θάλασσα  χωρίστρα  των  καιρών
κι  αν  σεργιανείς  στα  πέλαγα
ο  χωρισμός  βαθαίνει ,
του  νόστου  η  μέρα  πιάνεται 
στα  δίχτυα  αλλονών

  
Σαν  λιμανέψει  η  καρδιά  σου
άνοιξε
παράθυρο  στον  πόνο
για  να  πετάξει  λεύτερος
στου  νόστου  την  αγκάλη ,
να  γεννηθεί  μωρό  σαν  πρώτα  η  νοσταλγία ,
να  μεγαλώσει  να  γενεί
επιστροφής  γιοφύρι »

Εκεί  μας  περιμένουν
Ο  δεκαεξάχρονος  εαυτός  μου ,
σαν  μεγαλύτερος  αδελφός  μου ,
οι  σύντροφοι  των  κιτρινισμένων  φωτογραφιών ,
στοιχημένοι  σε  μια  γραμμή  που  ολοένα  αραιώνει
χιλιάδες  μέρες  τώρα
χιλιάδες  χρόνια  τώρα
κουνώντας  τα  χέρια
μας  περιμένουν

  
Κι  αυτά  τα  σπίτια  που  ανάθρεψαν
τα  όνειρα  της  νιότης
στη  θαλπωρή  των  μορφών
που  πέρασαν  κι  έγιναν
σκιές  της  ψυχής  μας ,
εκεί ,  στην  Ωραία  Τράπεζα 
της  μοιρασμένης  αγάπης
ανταλλάσσοντας  την  οδύνη  του  χρόνου
με  την  ηδονή  της  ανάμνησης ,
σαν  εξωκλήσια  αλειτούργητα ,
μας  περιμένουν


Κι  αυτή  η  πόλη  που  κράτησε 
ζεστούς  τους  πόθους  μας  στο  διάβα  του  χρόνου
σαν  άπιστη  ερωμένη 
αλλοιωμένη  απ’ τις  φουρτούνες
των  καιρών  και  των  ανθρώπων
εκεί , στα  καλντερίμια  της  πρωτολαλιάς
χωρίς  μια  ταπεινή  συγγνώμη ,
μας  περιμένει
  
Ανάμεσα  σε  πανηγύρια  και  χαλασιές ,
εκεί  μας  περιμένουν ,
οι  μνήμες  του  κόσμου

 Ρόδος  ,  Αύγουστος   2009
--------------------------------------------




No comments:

Post a Comment